Ο Γιώργος Χαδούλης και το παιχνίδι της ζωντανής ζωγραφικής
«Χρωματίζω έντονα την πραγματικότητα για να την κατανοήσω καλύτερα, για να τη ζήσω πιο έντονα, για να την κάνω πιο πραγματική. Δεν θέλω να την τονίσω, αλλά να την κάνω δική μου». Συνομιλούμε με το Γιώργο Χαδούλη στο εργαστήριό του στην Κηφισιά, αυτόν τον απολύτως προσωπικό χώρο από τον οποίο εκπορεύεται κάθε καινούργια ζωγραφική ενότητα, αλλά, ιδιαιτέρως, αυτή, η πιο πρόσφατη με τα κορίτσια και τη νεότητα, η οποία θα εγκαινιαστεί την 9η Μαΐου, και θα διαρκέσει έως την 1η Ιουνίου, στη Γκαλερί Σκουφά (Σκουφά 4, Κολωνάκι), μαζί με τα φαντασμαγορικά, όσο και αρχέγονα, κεραμικά του και τις πολυσήμαντες Ακροπόλεις του.
Εκ πρώτης όψεως μοιάζουν ασύνδετες αυτές οι παράλληλες διέξοδοι της δημιουργικότητάς του, αλλά, κατά βάθος, τις συνδέει άρρηκτα η πρόθεση του ζωγράφου να κάνει ζωντανή ζωγραφική, με απελευθερωμένη, έως και παιγνιώδη, διάθεση· ακόμη και όταν καταπιάνεται με θέματα, όπως η Ακρόπολη, των οποίων οι πολλαπλοί συμβολισμοί μοιάζουν να βαραίνουν δραματικά επάνω στο μπράτσο του ζωγράφου. Λέμε στο μπράτσο, γιατί οι κατά Γιώργο Χαδούλη όψεις της Ακρόπολης είναι χειρονομιακές, καμωμένες με τόξα που διαγράφει ολόκληρο το χέρι του και όχι με επιτόπιες κινήσεις των ακροδαχτύλων: «Επιδιώκω να κυκλοφορεί το μάτι επάνω στα έργα. Να έχει ενδιαφέρον να τα περιδιαβάσεις. Δεν επιδιώκω την εικονογράφηση μιας ιδέας, αλλά τη συνομιλία με την ίδια την εικόνα. Έτσι κι αλλιώς η ζωγραφική μου είναι έτσι. Η χειρονομία είναι πολύ σημαντική».
Παρά την εκφραστική, έως τα όρια του πάθους, χρωματική και σχεδιαστική δεινότητα, το αγωνιώδες, αρχέγονο, ερώτημα «πώς θα το κάνω;» βασανίζει το δημιουργό. Και γίνεται ακόμη πιο βασανιστικό, όταν έχει βρεθεί μέσα στην ακτίνα της καλλιτεχνικής ευαισθησίας του, ένα παντοδύναμο, από μόνο του, θέμα, ένα πολυσήμαντο σύμβολο, όπως είναι η Ακρόπολη. Και αμέσως προκύπτει ένα άλλο, ακόμη πιο εναγώνιο ερώτημα, «εγώ τι έχω να προσθέσω στα τόσα που έχουν ειπωθεί για την Ακρόπολη;».
Η μόνη πιθανότητα να είσαι παρών στη ζωή σου» λέει ο Γιώργος Χαδούλης «είναι να αλλάζεις κι εσύ. Η ζωγραφική μου είναι πολύ προσωπική. Ο τρόπος που δουλεύω, είναι, στην πραγματικότητα, αυτοβιογραφικός. Αν παρατηρήσεις τις εκθέσεις μου, αυτό λένε. Όταν έκανα τα παιδάκια, τους κολυμβητές, είχα, μόλις, γίνει νέος μπαμπάς. Δεν διαλέγω θέματα, τα ζω, είναι η ίδια η ζωή μου». Δεν το κάνει επίτηδες, αλλά, επειδή του αρέσει το παιχνίδι, δείχνει να ζωγραφίζει με την ίδια παιγνιώδη διάθεση, με την οποία ζει: «Έτσι είμαι. Όταν μου συμβαίνει κάτι δημιουργείται και η ανάγκη να μπει μέσα στο έργο. Για να γίνει αυτό, πρέπει, κάπως, να επέμβεις στην πραγματικότητα. Για να τη ζήσεις, επεμβαίνεις σε αυτήν, καταλαμβάνεις έναν χώρο με τον τρόπο σου». Κι αυτόν τον χώρο ο ζωγράφος τον μεταπλάθει, τον μετασχηματίζει. Σε ένα έργο επενδύει εικόνες, σκέψεις, συναισθήματα. «Αυτό είναι πραγματικότητα, όλα μαζί, έτσι την κατανοείς», λέει.
Κι όλα αυτά λειτουργούν και αλληλεπιδρούν, ενώ έχεις μπροστά σου, για να αναμετρηθείς μαζί της, την εικόνα της Ακρόπολης. Και ο Γιώργος Χαδούλης δεν διστάζει να τολμά και να παραμερίζει το πέπλο του ιδεαλισμού που τυλίγει την εικόνα του ιερού βράχου του ελληνικού πολιτισμού. «Και άρχισα να ζωγραφίζω, προσπαθώντας να τη φέρω σε εμένα, στα μέτρα μου, στα νερά μου. Να την κάνω, κάπως, δική μου. Γι αυτό δεν έκανα την Ακρόπολη εκ του φυσικού, αλλά από μια ασαφή φωτογραφία, που μου επέτρεπε να κρατήσω την ουσία και να προσθέσω σε αυτήν στοιχεία με τα οποία μπορώ, κατά τη συνήθειά μου, να παίξω, σύννεφα, δένδρα, πρασινάδες. Κι ανάμεσά τους έβαζα που και που μια πολυκατοικία, για να θυμίσω ότι μιλώ για το σήμερα».
Και το παιχνίδι είναι, συνήθως, απλό στη σύλληψή του. Τα χρώματα δημιουργούν πολυπλοκότητες μέσα στο νου του ζωγράφου, ενώ το κάρβουνο και το μελάνι, είναι απλοί γραφισμοί, λιτοί, αλλά πολύ ουσιαστικοί, αυστηροί, αλλά και εκφραστικοί. «Ήθελα οι γραφισμοί αυτοί» τονίζει «να είναι δικοί μου, του σώματός μου, γιατί ζωγραφίζω με μεγάλες χειρονομίες του σώματος μου. Αυτό έχει σημασία. Και άρχισα να κάνω αυτά τα μεγάλα σχέδια, ούτως ώστε να μπορώ να κάνω πράγματα με την κίνηση του μπράτσου μου. Κι έτσι δοκίμασα τόσες πολλές και διαφορετικές παραλλαγές μιας Ακρόπολης σημερινής και προσωπικής. Η Ακρόπολη τώρα, με το μεγαλείο της, τις στρώσεις του χρόνου, αλλά και τους συμβολισμούς της. Και μου αρέσει που φαίνονται τα πάντα επάνω στο σχέδιο. Όλα τα σημάδια υπάρχουν εκεί, που στη ζωγραφική, πολλές φορές, επικαλύπτονται. Ενώ, εδώ, όλα μένουν και κάνεις παιχνίδι με αυτό».
Αν και οι ισχυροί συμβολισμοί της Ακρόπολης ήσαν αποθαρρυντικοί για τον ζωγράφο να καταπιαστεί με αυτό το θέμα, εν τούτοις, δεν κατάφερε (ή δεν θέλησε) να τους παραμερίσει εντελώς. Εξάλλου, το σήμερα, είναι πολύ ισχυρό στη σκέψη του Γιώργου Χαδούλη. Απλώς δεν θέλει να πει «κοιτάξτε τι σας λέω εδώ!», γιατί πιστεύει ότι έτσι περιορίζεις τον θεατή και «κλείνεις» το θέμα σου: «Σήμερα, στην εποχή που ζούμε στη χώρα αυτή, αν υπήρχε κάποιο επίκαιρο μήνυμα που θα μπορούσα να πιάσω, είναι ότι η Ακρόπολη, είναι, για μένα, η Δημοκρατία. Και τα τελευταία χρόνια, αυτό που μας συμβαίνει πολιτικά, μας προβληματίζει για το τι σημαίνει Δημοκρατία, τι εννοούμε ως ταυτότητα, ποια είναι η θέση μας. Πρώτη φορά φοβήθηκα ότι η Δημοκρατία ακροβατεί επάνω στο όριο. Κι αυτόν τον προβληματισμό πρέπει να τον διατυπώνει το ίδιο το έργο και όχι το σύμβολο που εικονίζει».
Και τα κορίτσια τι να σημαίνουν άραγε μέσα σε αυτά τα παράλληλα; Οι ζωγραφικές χειρονομίες του Γιώργου Χαδούλη είναι εκφραστικές όσο και οι χειρονομίες ενός εφήβου. Εκείνος μεγαλώνει, αλλά η ζωγραφική του εξακολουθεί να αποπνέει νιάτα. Ιδιαιτέρως σε αυτή την ενότητα, την πιο πρόσφατη, με τα κορίτσια, που είναι μια προσέγγιση της νεότητας. «Αυτό που πολλές φορές με τρομάζει», λέει, «είναι μήπως γεράσω και αρχίσω να «κλείνω» και να μη βλέπω πια. Να χάσω την περιέργειά μου για τα πράγματα και να τα βλέπω ανοιχτά. Μεγαλώνοντας, το σώμα κουράζεται και αρχίζει να αποκτά αντιστάσεις».
Τα κορίτσια ήρθαν μόνα ή ζευγαρωτά να μπουν μέσα στην προηγούμενη ενότητα των έργων του, τα οποία είχαν ως θέμα το ατελιέ του. Ο ζωγράφος αισθάνθηκε την ανάγκη να μην ζει μόνος στο εργαστήριό του, αλλά να προσκαλέσει και άλλους ανθρώπους. «Οπότε, έβαλα ένα κορίτσι να κάθεται στον καναπέ, σαν να είναι το μοντέλο το οποίο ζωγραφίζω. Αλλά, ίσως και να ξεκουράζεται ξαπλωμένο στον καναπέ στο σαλόνι του σπιτιού του. Είναι ασαφές αυτό. Τοποθετώντας, όμως, μια φιγούρα σε έναν χώρο, αρχίζει με κάποιο τρόπο να προσκαλεί και άλλες και να δημιουργείται μια ιστορία. Κάνοντας αυτά τα κορίτσια άρχισα να απλοποιώ το χώρο του εργαστηρίου και να δίνω έμφαση στα ίδια, που σαν να χορεύουν, σαν να παίζουν, και σίγουρα έχουν την ηλικία των παιδιών μου».
Να πάλι το αδιάκοπο παιχνίδι της βιωμένης ζωγραφικής του Γιώργου Χαδούλη. «Ό,τι κι αν κάνω» λέει «η ζωγραφική μου είναι κάπως έτσι. Μετάπλαση της δικής μας πραγματικότητας. Όλη η ζωγραφική, στην πραγματικότητα, είναι έτσι, γι αυτό και ο καθένας ζωγραφίζει διαφορετικά. Και να θέλεις, δεν υπάρχει αντικειμενική ζωγραφική. Σχέσεις είναι. Σχέσεις χρωμάτων, σχέσεις πραγμάτων, επιφανειών».
Και στα κεραμικά, η ζωγραφισμένη επιφάνεια είναι αυτή που κερδίζει τις εντυπώσεις. Είναι μεν αντικείμενα, αλλά δεν είναι η αγγειοπλαστική που έχει τον πρώτο λόγο επάνω τους, αν και ο ζωγράφος παρεμβαίνει και σε αυτήν σύμφωνα με την εικόνα που έχει στο νου του, αλλά η ζωγραφική. «Η φόρμα είναι για να υποστηρίξει τη ζωγραφική. Να απλώσεις μια ιστορία που στο τελάρο δεν μπορεί να γίνει. Εγώ το επιλέγω το σχήμα, που είναι δικό μου και δεν υπάρχει πουθενά, πειράζω τη φόρμα, αλλά δεν μου φτάνει. Τα σηκώνει ο αγγειοπλάστης, αλλά τα πρόσθετα τα βάζω εγώ. Και ζωγραφίζω επάνω τους κάτι που έχω στο νου μου εξαρχής. Στη ζωγραφική των κεραμικών λειτουργείς με οικονομία. Πρέπει να είναι πολύ καθαρό στο κεφάλι σου τι κάνεις, από τη στιγμή που διαμορφώνεις το κεραμικό, γιατί δεν μπορείς να επέμβεις μετά».
Κάθε ζωγραφικός τρόπος δανείζει και μαθαίνει τον άλλον. Ανακαλύπτεις τρόπους να ζωγραφίζεις και μετά τους παίρνεις και τους πας αλλού, αν σε βολεύουν, σε άλλο υλικό. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσει ο Γιώργος Χαδούλης και να βάλει σε τάξη και τον εαυτό μου, είναι τα έργα του. Η ζωγραφική του είναι μια μέθοδος να χαίρεται τη ζωή. Και μας δείχνει μια γωνία για να δούμε και να τη χαιρόμαστε και εμείς. Γιατί η τέχνη, όντως, μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι.