Το αεροπλάνο της Άγονης Γραμμής
Στην αρχή έμοιαζε με γλάρο, ίδιο με εκείνον που πετάριζε σαν ένα «ν» σε κάθε θαλασσογραφία που φιλοτεχνούσαμε στα σχολικά μας τετράδια. Πετούσε με ορθάνοιχτα τα φτερά του απέναντι στη Λάστο της Καρπάθου, την ψηλότερη κορυφή των Νοτίων Σποράδων, παράλληλα με τον Πρίονα της Κάσου, πάνω από το Καρπάθιο πέλαγοςπου άφριζε στις ακτές των βουνών που κατέληγαν στο Στρογγύλι, το όριο του φευγιού από την Κάσο προς τη Ρόδο, και γύρω από τον μοναχικό σκόπελο Κολόφωνα, το «πέτρινο καράβι» που συνήθως αγωνίζεται να κρατηθεί στην επιφάνεια των αφρών. Από την άλλη μεριά, το όριο του φευγιού προς την Κρήτη είναι η Λύτρα, μια άλλη επικράτεια κοινών γλάρων και αιγαιόγλαρων, στο άκρο της «αρμαθιάς» των νήσων των Κασίων.
Η διαδρομή του «γλάρου» ήταν κομμάτι της ρότας των Μινωιτών, στα πρώτα τους ταξίδια προς την Ανατολή. Όσο πλησίαζε ακουγόταν όλο και πιο δυνατά ο θόρυβος των κινητήρων που γύριζαν τους έλικες, και το σημάδι στον ουρανό, μεταμορφώνονταν σε γνωστής ταυτότητας αντικείμενο, το αεροπλάνο της Άγονης Γραμμής. Διέτρεχε μια από τις πιο σύντομες, τακτικές, πτήσεις με επιβάτες στη Γη. Καθώς η γαστέρα του αεροσκάφους «Νήσος Κάρπαθος» της Sky Expess (www.skyexpress.gr), που έχει αναλάβει να διατρέχει αυτή τη διαδρομή, είναι μπλε, φαντάζει σαν να κατεβαίνει ο ουρανός προς το επίπεδο της θάλασσας. Ουρανός ή θάλασσα; Ούτως ή άλλως, συχνά, σε τούτα τα μήκη και τα πλάτη του Νότου, δεν υπάρχουν όρια μεταξύ ουρανού και θάλασσας. Ούτε και σε αυτό το εκπληκτικό και μοναδικό ταξίδι. Το αεροπλάνο πετά στον ουρανό, αλλά ο πρωταγωνιστής είναι το πέλαγος και η παθιασμένη, αέναη, ερωτική συνεύρεσή του με τα νησιά.
Καθώς το ATR42-500 των πενήντα θέσεων απογειώνεται από τη Ρόδο, ως δια μαγείας, ο χάρτης του νοτιανατολικού Αιγαίου αρχίζει να ζωντανεύει. Τα χρώματα και τα σχήματα του χάρτη αποκτούν τη φυσική τους χροιά. Το ελικοφόρο αεροπλάνο διατρέχει τη γραμμή της ισορροπίας. Δεν πετά ούτε τόσο ψηλά ώστε να ομογενοποιούνται οι εικόνες έξω από το παράθυρο, ούτε τόσο χαμηλά που να χάνεται η πανοραμική μαγεία της θάλασσας και του σώματος των νησιών. Η πτήση του διαφέρει από εκείνη των μεγαλύτερων αεροπλάνων, όσο ο πλους ενός ιστιοπλοϊκού σκάφους από το ταξίδι του οχηματαγωγού πλοίου της Άγονης Γραμμής. Μπροστά στην πραγματικότητα, η τυπική περιγραφή απέραντο θαλασσί με τα γκρίζα νησιά να το διανθίζουν, φαντάζει πολύ φτωχή. Το παιχνίδι του ήλιου με τα σύννεφα και το πέλαγος, επιφυλάσσει κάθε στιγμή πλουσιότερες και αναπάντεχες χρωματικές εκπλήξεις, βάζοντας στην εικόνα και το τριανταφυλλί, και το μενεξεδί και πολλά άλλα χρώματα από την παλέτα ιμπρεσιονιστή ζωγράφου.
Από ψηλά το πέλαγος είναι αποκαλυπτικό. Αφήνει να φανούν όσα μυστικά κρύβει κάτω από το γαλανό ή, το πιο σύνηθες στο Καρπάθιο, λευκό πέπλο του. Στα αβαθή, όταν το μελτέμι ησυχάζει, σπουδάζεις την τοπιογραφία του βυθού, τους φυκιάδες, τις ξέρες, τις υποβρύχιες αμμουδιές. Φαντάζεσαι έναν ολόκληρο κόσμο να πάλλεται εκεί κάτω, μέσα στο κρυστάλλινο παλάτι του. Κι αυτός ο κόσμος πράγματι υπάρχει, ζωντανός και πλούσιος, όσο πουθενά αλλού στο Αιγαίο. Βλέπεις τα ψαράδικα τρεχαντήρια, μια πινελιά καθαρού χρώματος πάνω στον πίνακα του πελάγους, να τον επιβουλεύονται απλώνοντας τα δίχτυα ή τα παραγάδια τους.
Στον χάρτη της επιφάνειας, τα σχήματα των νησιών μοιάζουν με δακτυλικό αποτύπωμα. Το καθένα, ακόμη και το πιο μικρό ερημονήσι, είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Όλα έχουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή των μεγάλων νησιών, των οποίων οι κάβοι, οι λογκάδες, οι μοναχικοί βράχοι, τα λιμάνια, τα χωριά, τα βουνά είναι επώνυμα, έχουν το δικό τους τοπωνύμιο. Αιώνες τώρα το κουβαλούν μαζί με την ιστορία τους. Έτσι τα έλεγαν από την εποχή του Ομήρου και του Ηρόδοτου, έτσι πέρασαν στους πρώτους πορτολάνους και στις περιγραφές των περιηγητών, έτσι λέγονται και σήμερα καθώς συνεχίζουν να αρμενίζουν στη θάλασσα των μύθων.
Η πολυσχιδής Αλιμιά συνεχίζει να ταξιδεύει στα δεξιά αντάμα με τη ροδοδάχτυλη την αυγή Χάλκη. Αριστερά εξελίσσονται τα βουνά της Ρόδου που απολήγουν στο όριό τους, το Πρασονήσι, που το δένει με τη μεγάλη στεριά εκείνη η φαρδιά λωρίδα της άμμου, θέατρο θερινών πραγμάτων και θαυμάτων. Αφήνουμε πίσω μας αυτόν τον τόπο των καλοκαιριών απολαύσεων με τους πλόες των ανεμοπόρων με ιστίο ή αλεξίπτωτο, για να κατευθυνθούμε προς τις ανεμοπαρμένες παραλίες του Αφιάρτη, τον παραδεισένιο κόσμο των αναβατών των ιστιοσανίδων που λατρεύουν την ταχύτητα και την αδρεναλίνη που εκτοξεύεται σαν την αλισάχνη από τις κορυφές των κυμάτων σε κάθε εκπνοή του μελτεμιού.
Δέκα λεπτά πτήσης πάνω από την ανοιχτή θάλασσα, με τις εικόνες των καραβιών που κατευθύνονται προς το κανάλι του Σουέζ, και στο βάθος αναδύεται η Κάρπαθος μέσα από το πέλαγο που εκείνη ονομάτισε. Σαν μυθικό θεριό φαίνεται να αναδύεται για ανασάνει ήλιο και γρήγορα πάλι να βουλιάξει στην άβυσσο παίρνοντας μαζί και τα σύννεφα που στεφανώνουν τις ψηλές κορφές της. Όμως, παραδόξως, μένει εκεί για να δημιουργεί στον επιβάτη εντονότερα τώρα την αίσθηση της αιώρησης και της ενόρασης, καθώς βλέπει κάτω από τα πόδια τα θεόρατα βουνά να έχουν αγκυροβολήσει και να χάνονται στα σκοτεινά βάθη της θάλασσας. Ούτως ή άλλως ο τόπος έτσι όπως είναι συναρμολογημένος, γεννά συνεχώς ατελείωτες ιστορίες και μύθους μικρών και μεγάλων ερώτων, μικρών και μεγάλων γιγαντομαχιών.
Το αεροπλάνο προσεγγίζει το νότιο άκρο της Καρπάθου και ταξιδεύει παράλληλα με το μελτέμι, φλερτάροντας συνεχώς με τα γήινα, δίπλα από τη Μοίρα, το Πρασονήσι του Καρπάθιου, και τις φημισμένες παραλίες των ανεμοπόρων με ιστιοσανίδες του Αφιάρτη, της περιοχής όπου βρίσκεται το μεγάλο αεροδρόμιο. Αμέσως αισθάνεσαι στο σώμα του αεροπλάνου, και μετά στο δικό σου, γιατί λένε την Κάρπαθο Ανεμόεσσα, ειδικά όταν ανοίγεται στο πέλαγος, για να κάνει τη θεαματική στροφή, σαν έντονη έξαρση του κάβου του πάνω χορού, για την προσγείωση.
Οι φαντασμαγορικές πορείες των σέρφερ σχεδιάζονται πάνω στην επιφάνεια του πελάγους στον Αγριλαοπόταμο. Καθώς το αεροπλάνο σηκώνεται πάνω από τις αμμουδερές παραλίες του κάβο Κάστελου, πίσω από το αεροδρόμιο της Καρπάθου, όλη η ακτογραμμή περνά σαν κινηματογραφική ταινία μπροστά από το μικρό παράθυρο. Η πολύ σύντομη πτήση από την Κάρπαθο μέχρι απέναντι στην Κάσο έχει αρχίσει. Η αεροσυνοδός αναγγέλλει ότι διαρκεί δέκα λεπτά, αλλά είναι πιο σύντομη. Το αεροπλάνο βρίσκεται στον αέρα κάτι λιγότερο από επτά συναρπαστικά λεπτά. Δεν ανεβαίνει πολύ πάνω από τη γη και τη θάλασσα, γιατί σύντομα θα αρχίσει τη διαδικασία καθόδου. Όσο όμως αυτό δεν κερδίζει ύψος, εμείς αποθησαυρίζουμε απίθανες εικόνες, όπως εκείνη του πάνλευκου Αη Θώρου που τον αφήνουμε αριστερά μας για να ανοιχτούμε στο Μπογάζι μεταξύ Καρπάθου και Κάσου.
Αυτή η πλευρά είναι η πιο θεαματική, γιατί πιάνεις την Κάσο από τη μύτη της, το ακρωτήριο Ακτή και παραπλέεις την ακτογραμμή της, που μοιάζει με το ανασηκωμένο φρύδι θυμωμένου θαλασσινού θεού, ταξιδεύοντας πιο χαμηλά από τα βουνά. Η θάλασσα γιορτάζει τη συνάντησή της με τη γη φορώντας της ένα στεφάνι από αφρούς. Αν ταξίδευες με καράβι θα σου προκαλούσε φόβο αυτή η ζωντανή, άγρια, θάλασσα, αλλά εδώ πάνω αισθάνεσαι ανάλαφρος σαν πούπουλο που το πηγαίνει ο άνεμος προς το παλιό και το νέο λιμάνι της Κάσου. Έτσι όπως χαμηλώνει το αεροσκάφος πολύ γρήγορα προς την επιφάνεια της θάλασσας, νομίζεις προς στιγμή ότι πάει να δέσει στον προβλήτα του λιμανιού της Μπούκας, εκεί που δένουν τα καράβια. Η «αγκαλιά» με τα πέντε χωριά της Κάσου – η Παναγία πάνω από το παλιό λιμάνι του Εμπορειού, το Πόλι στο βάθος, πιο δεξιά το Αερικό και ακόμη πιο δεξιά πάνω στη λοφοσειρά η Αγία Μαρίνα και το Φρυ κάτω από τα πόδια σου – περνά πολύ γρήγορα μπροστά από το παράθυρο χωρίς να προλάβεις να χορτάσεις τη θέα της. Το αεροπλάνο προσπερνά τελικά την μακρόσυρτη, κυκλώπεια ξερολιθιά του απήνεμου βραχίονα του νέου λιμανιού της Μπούκας, τον φάρο στου Φρυδιού το ανέφαμα, και προσγειώνεται με φόντο τα Αρμάθια στο πιο παραθαλάσσιο, μικρό, αεροδρόμιο που μπορεί να συναντήσει κανείς, ξεσηκώνοντας το κοπάδι των γλάρων που ξεκουραζόταν στον αεροδιάδρομο που κυρίως ανήκει σε αυτούς. Πουθενά αλλού το ταξίδι δεν είναι τόσο ταιριαστό με τον προορισμό. Τόσο ιδιαίτερο, σχεδόν μοναδικό.
Σαβατιανο ταξίδι σήμερα δεν γυρίζω πίσω.