Food Landscapes

Άγιες ελιές ξιδάτες, χαρακτές, νεραντζολιές, ελίδια: Η ποίηση και η μεταποίηση των καρπών του μεγαλόχαρου δένδρου

Άγιες ελιές σαν ζωγραφιά.

Η ελιά είναι θεμελιώδες συστατικό της Ελλάδας. Όταν, καλή ώρα σαν και τώρα, μας κατακλύζουν οι λέξεις και οι ιδέες – πολύ συχνά στην ελληνική λαλιά μας αυτά τα δύο εμφανίζονται ομοούσια – καταφεύγουμε στον ποιητή: «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις». Που πάει να πει ότι η ελιά είναι βασικό συστατικό και της ιδεολογίας της Μεγάλης Πατρίδας μας, που η γενιά του Οδυσσέα Ελύτη («… μύστης των φύλλων της ελιάς») την είπαν και ελληνικότητα: «Οι λέξεις που ξεκινούσαν από “ελ” μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα». Κι η ελιά ξεκινά από το «ελ» και χιλιάδες χρόνια τώρα κουβαλά τη μαγεία της από καιρό σε καιρό, και την ιερότητά της, καρπίζοντας γεννήματα και σύμβολα ψηλά στο εικονοστάσι με τα άγια και τα όσια.

Στον Ιόνιο διάπλατο γιαλό διαβήκαμε, περνώντας
τον ελαιώνα, αγαπητό της Αθηνάς και πλήθια
σε ίσκιους βαθύ, σαν πέλαγο, και αχό με τους ανέμους.
Και ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους,
ανάμεσ’ από λούλουδα κι από ευωδιές, καθένας
στην αρμονία σα σε ραβδί αγριλίδας ζυγιασμένος.
Άγγελος Σικελιανός, Ραψωδίες του Ιονίου, «Το διάβα του ελαιώνα»

Γέρικες άγιες ελιές στο διάβα του ελαιώνα.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Η θάλασσα είναι το βασικό υλικό της Ελλάδας και οι ελαιώνες είναι τα πέλαγα της στεριάς της• θεμελιώδης ουσία του τοπίου της. Η ανάβαση στους Δελφούς μέσα από τους ελαιώνες, με τον τρόπο του μύστη της εσωτερικής ελληνικότητας:

Είναι όμορφο να ξεκινάς από την ακρογιαλιά και να μπαίνεις μέσα στα λιόδεντρα κάτω από τις ασημένιες φυλλωσιές του Κρισαίου Κάμπου, συλλαβίζοντας καθώς περνάς τις ρυτίδες της πυκνής σύναξης των κορμών. Κι αν τύχει και σε βαρύνει τούτος ο ίσκιος και σηκώσεις τα μάτια, βλέπεις ξαφνικά στο αεικίνητο γαλάζιο τον δικόρυφο Παρνασσό, πιο χαμηλά την προέκταση της δυτικής Φαιδριάδας, κι ακόμη πιο χαμηλά την ακρόπολη της Κρίσας.
Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, «Δελφοί», 1961

Θάμπωναν τα μάτια μου, καταμεσήμερο Ιουλίου, από τις άπειρες κοψιὲς του ήλιου μες στα κύματα• που κι αν ακόμα δεν υπήρχαν οι ελαιώνες, τέτοια στιγμή θα τους είχα επινοήσει• όμοια τζιτζίκι. Κάπως έτσι θα ’γινε, φαντάζομαι, σε καιρούς αλλοτινούς ο κόσμος. Που αν δεν έγινε καλύτερος, βέβαια, φταίει ο φόβος του ανθρώπου να κοιταχτεί και να παραδεχτεί ποιος είναι, προτού μιλήσει. Εγώ μιλώ. Θέλω να κατεβώ τα σκαλοπάτια, να πέσω μες σ’ αυτή τη θαλερή φωτιά κι ύστερα ν’ αναληφτώ σαν άγγελος Κυρίου…
Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, «Πρώτα -πρώτα…»

Άγιες ελιές Καλαμών ξιδάτες.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Η γεύση της Ελλάδας μέσα στην ξιδάτη ελιά

Δεν θυμάμαι ποιος το έγραψε, αλλά έχει εντυπωθεί στο νου μου η ταύτιση της Ελλάδας με τη γεύση της ξιδάτης ελιάς. Ψάχνω στις σημειώσεις μου, αλλά δεν έχω καταφέρει μέχρι στιγμής να το βρω. Μπορεί να ήταν ο Λόρενς Ντάρελ, που είχε εγγεγραμμένους στο ενσυνείδητό του τους σουρεαλιστικούς, ηλικιωμένους, ελαιώνες της Κέρκυρας, ίσως και ο Πάτρικ Λι Φέρμορ που έζησε μέσα στις ελιές της Έξω Μάνης. Η ουσία είναι ότι οι ξιδάτες ελιές είναι εμβληματικές, ιδιαιτέρως αν ετοιμαστούν με τον καλύτερο τρόπο. Ποιος είναι αυτός; Τον αναζητούμε κάθε αρχή του χειμώνα, που έχουμε μπροστά μας τη λεκάνη με τις μαυροελιές τύπου Καλαμών, που μας κοιτάζουν σαν τα κατάμαυρα, αμυγδαλωτά μάτια μελαχρινής καλλονής, αναμένοντας καρτερικά την ώρα της αποκατάστασής τους.

Αγιες ελιές ξιδάτες και πιπεράτες με τον τρόπο της Αθηνάς

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Τέλειες ξιδάτες ελιές, η μεταποίηση της Αθηνάς

Για εμάς, προς ώρας, βρίσκουμε καλύτερη τη συνταγή της Αθηνάς – θεϊκό όνομα, ταυτισμένο με το ελαιόδεντρο – για πικάντικες, ξιδάτες ελιές που διατηρούνται στο λάδι. Παρακολουθούμε τον τρόπο της, με δικά της λόγια: «Χαράζουμε τις ελιές και αλλάζουμε το νερό κάθε μέρα ως που να ξεπικρίσουν. Πόσο θα πάρει; Είκοσι ημέρες, ίσως και ένα μήνα, αναλόγως την όρεξή μας. Στραγγίζουμε το νερό και αλατίζουμε τις ελιές με χοντρό αλάτι σε μικρή λεκάνη, ανακατεύοντας συχνά για δύο με τρεις ώρες. Ξεπλένουμε ελαφρά να φύγει το αλάτι και ρίχνουμε ξίδι ίσα να καλυφθούν και τις αφήνουμε για άλλες δύο με τρεις ώρες για να τις πιάσει. Στραγγίζουμε τις ελιές και τις φυλάσσουμε σε βάζο με λάδι, μαζί με κόκκους πιπεριού, καυτερή πιπερίτσα, σκελίδα σκόρδο, φύλλο δάφνης και μπαχάρι ολόκληρο. Είναι έτοιμες για να τις γευτούμε.

Άγιες ελιές Καλαμών ξιδάτες και πιπεράτες.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Καθώς, εμένα, με δεσμεύει η έγνοια του όσο το δυνατόν λιγότερου αλατιού, έκανα τις μαυρομάτες ελιές μου σίγουρα πιπεράτες, αλλά περισσότερο ξιδάτες, παρά «αλαρμιστές». Δεν τις χάραξα για να μείνουν κρουστές και τραγανές μέχρι να τις βρουν οι επόμενες του χρόνου, όπως και έγινε, και τις έβαλα στο βάζο που χωρά τρία κιλά όπως τις προμηθεύτηκα από τη Λαϊκή, χωρίς να τις ξεπικρίσω, πλένοντάς τες απλώς. Ανάμεσα στις στρώσεις έβαλα φύλλα δάφνης, πιπεριά τσίλι, ολόκληρους κόκκους πιπεριού, και μια κουταλιά χοντρό αλάτι. Συμπλήρωσα ξίδι, περίπου το ένα τέταρτο του χώρου, νερό, και λάδι στην κορυφή για να στεγανοποιήσει το περιεχόμενο του βάζου. Έτσι οι πικάντικες ελιές μου γίνονται αργά, αλλά η ποιότητά τους διαρκεί μέχρι και την τελευταία. Εφέτος πρόσθεσα και ολόκληρες σκελίδες σκόρδο, με την ελπίδα και την ευχή να γίνουν ακόμη καλύτερες.

Όρθιοι οι ναύτες ψάχνουν τον ορίζοντα
Μια κιβωτός εφάνη στο Αραράτ
Κλάδον ελαίας προσκομίζει μια νεράιδα
Κρατά στα δόντια της ένα δαχτυλίδι
Τα δάχτυλά της έχουν ευγλωττία
Το μήνυμά της έρχεται από μακριά (…)
Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα, «Ωρίων», 1935

Οι άγιες ελιές έφταναν μέχρι τη θάλασσα.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Η ελιά αναγγέλλει την αρχή της Μεσογείου

Πάντα πιστεύαμε ότι η ελιά μας ήρθε από την Ανατολή, και πάντα πηγαίνουμε αυτόν τον χρόνο προς τα πίσω, πιο παλιά και από τη Νεολιθική Εποχή. Στην καρδιά της Μεσογείου, στο Αιγαίο, οι καινούργιες αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως απολιθωμένα φύλλα ελιάς, ηλικίας 50 έως 60 χιλιάδων ετών. Απ’ όποια όχθη κι αν πλησιάσεις τη θάλασσά μας, από Ανατολή, Βορά ή Νότο, οι ελαιώνες ή οι ηλικιωμένες μοναχικές ελιές – με τους κορμούς ρυτιδωμένους από τις εμπειρίες των προγόνων μας – αγγέλλουν τη Μεσόγειο. Το ιερό δένδρο του πολιτισμού της Μεγάλης Ελλάδας, που απλώθηκε μαζί της γύρω από τη μεγάλη θάλασσά των μεγάλων σκέψεων, παραμένει εκεί στον αιώνα τον άπαντα, μουρμουρίζοντας μαζί με τον αγέρα που χαϊδεύει και τις δυο όψεις των ασημένιων από τη μια και βαθυπράσινων από την άλλη φύλλων του και τον ήλιο που τα κάνει να λάμπουν, το τραγούδι της αθανασίας.

Γη της λεμονιάς, της ελιάς
Γη της αγκαλιάς, της χαράς
Γη του πεύκου, του κυπαρισσιού
(…)
Κύπρος της αγάπης και του ονείρου
Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος.
Στίχοι Λεωνίδας Μαλένης , μουσική Μίκης Θεοδωράκης

Άγιες ελιές χαραχτές με κόλιαντρο.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Ελιές με κόλιαντρο, η γεύση της μεγάλης Ελλάδας

Οι τσακιστές ελιές της Κύπρου έχουν λόγω τη γεύση του κόλιαντρου. Μοιάζουν με πνοή ανατολικού ανέμου, που έρχεται από τις άκρες της μεγάλης Ελλάδας. Εκεί, τις μεγάλες πράσινες ελιές τις χτυπάνε με μια «πλακουτιανή» πέτρα και τις τσακίζουν μαζί με το κουκούτσι τους. Ένα κιλό τσακισμένες ελιές θα συνυπάρξουν με μισό ποτήρι αρίστης ποιότητας παρθένο ελαιόλαδο, δυο κουταλάκια αλεσμένο κόλιαντρο, τέσσερις «γλώσσες» σκόρδο περασμένες από λεπτό τρίφτη, τρία φρέσκα φύλλα δάφνης και τα τεταρτημόρια («μοίρες») των φετών ενός μεγάλου λεμονιού. Σε μπολ ανακατεύονται καλά οι ελιές πρώτα με τις φέτες του λεμονιού και μετά προστίθενται και τα άλλα υλικά. Σκεπάζουν το μπολ με σελοφάν και το βάζουν στην κατάψυξη για οκτώ ώρες έως και ένα μήνα. Πριν σερβιριστούν, οι ελιές, επανέρχονται στη θερμοκρασία δωματίου.

Εμείς εμπνευστήκαμε από την κυπριακή συνταγή αλλά ακολουθήσαμε διαφορετικό δρόμο. Χαράξαμε μια φορά με κοπίδι – λένε η σωστή χαρακιά δεν ακουμπά το κουκούτσι – τις μεγάλες πράσινες ελιές, και τις βάλαμε αμέσως σε βάζο μαζί με χυμό λεμονιού, φέτες λεμονιού, πιπεριές πράσινες καυτερές, κλωνάρια μάραθου, αλάτι του βράχου, φύλλα δάφνης, ξερό κόλιαντρο ελαφρώς σπασμένο ανάμεσα στα δάχτυλα, ξινό, νερό και ένα δάκτυλο ελαιόλαδο στην κορυφή. Πολύ γρήγορα, σε ένα μήνα, οι ελιές μας έγιναν συναρπαστικές διατηρώντας τη νόστιμη για εμάς πικράδα του άγουρου, την οποία, όμως, δυστυχώς, θα απολέσουν προϊόντος του χρόνου.

Άγιες ελιές, νερατζολιές.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Νεραντζολιές, θύμηση από τη ξεχασμένη γεύση του πικρού

Οι ίδιες μεγάλες πράσινες ελιές χαραγμένες, πήραν διαφορετικό δρόμο για να ξυπνήσουν και να επαναφέρουν στους μοντέρνους καιρούς μας μια ξεχασμένη γεύση από την εποχή των τροφοσυλλεκτών ανθρώπων. Έχουμε διώξει κάθε πικρή γεύση από το στόμα μας, καταχωνιάζοντας στη λήθη τη μια διαφορετική νοστιμιά. Όμως οι νεραντζιές συνεχίζουν να υπάρχουν, άφθονες και ευωδιαστές, να ανθίζουν και να δένουν τον καρπό τους. Στην Κρήτη ποτέ δεν τις ξέχασαν και έκαναν με τον χυμό των ώριμων νεραντζιών, νεραντζολιές. Χαράζουν τις ελιές με δυο αντικριστές μαχαιριές και τις ξεπικρίζουν αλλάζοντας κάθε μέρα το νερό για δέκα έως είκοσι ημέρες, δοκιμάζοντας, αναλόγως με το πόσο πικρές τις θέλουν. Τις σκεπάζουν με «άρμη», μισή – μισή, από ένα μέρος χυμό νεραντζιού και ένα μέρος νερό, στο οποίο έχουν διαλύσει δύο κουταλιές της σούπας αλάτι για κάθε λίτρο και ένα κουταλάκι του γλυκού ξινό. Κάποιοι προτιμούν να βάζουν μισό χυμό νεραντζιού και μισό λεμονιού.

Εγώ, που ήθελα να διατηρήσουν οι ελιές μου την πικράδα τους όσο το δυνατόν, δεν τις ξεπίκρισα, αλλά αφού τις χάραξα τις έβαλα στο μεγάλο βάζο αμέσως, με χυμό πέντε νερατζιών αντί για λεμόνι, ολόκληρα πολύχρωμα πιπέρια, πράσινες καυτερές πιπεριές, ολόκληρες σκελίδες σκόρδο, φύλλα δάφνης, ξινό, μία κουταλιά της σούπας αλάτι στο λίτρο υγρού και νερό. Στο σερβίρισμα, τουλάχιστον τώρα στην αρχή της εξέλιξής τους σε τροφή, διατηρούν έντονη την πικράδα τους και την πιπεράτη γεύση τους. Σε κάποιους, ίσως, τους αρέσει περισσότερο να προσθέσουν χυμό λεμονιού ή επιπλέον, ζωντανό, χυμό νεραντζιού. Άλλοι πάλι, όπως μας συμβούλευσε ο φίλος Γιάννης, βάζουν τα «νερατζολέμονα», όπως τα αποκαλεί, μαζί με θυμάρι, στο σερβίρισμα, και όχι ως συστατικά της άρμης.

Άγιες ελιές στα αρχαία ερείπια.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Στο δώμα, απάνω στο βουνόν, έτοιμος είν’ ο δείπνος.
Γλυκό είναι του λαδιού το φως σαν το γλυκό καρπό του,
θροφή στα μάτια, με γλαυκή στο χάλκωμα τη ρίζα…
Σα γαληνός αστερισμός στο σπίτι ο λυχνοστάτης.
Και το τραπέζι με λινόν ευωδισμένο εστρώθη,
απάνω του οι χλωροί καρποί, απάνω κι η κερήθρα,
κι η ελιά γλυκιά στα στόματα, καθώς το φως στα μάτια.
(…)
Κι ήσυχη εσπέρα εφώταγε μες στα βαθιά μας φρένα,
στα παραθύρια τ’ ανοιχτά βαθιάν Ολύμπια νύχτα,
με τα βουνά σαν τον αχνόν απ’ το λειψό φεγγάρι,
με τ’ άστρα πόπιναν το φως στης ηρεμίας το λάδι.
Θροφή στα μάτια, σαν η ελιά στο στόμα, ο λυχνοστάτης
βαθιά ‘φεγγε τα φρένα μας με την Ολύμπια νύχτα.
Το λάδι έφεγγε μέσα μας, βαθιά, την καλοσύνη,
Άγγελος Σικελιανός, Ραψωδίες του Ιονίου, «Δείπνος»

Άγιες ελιές, κάπνισμα με ελιόφυλλα στην Κύπρο.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Πάντα η ελιά θα είναι ιερή και μυθική

«Μηδέ καπνίζουνε οι ελιές μιαν αχνή προς τον ήλιο» ψέλνει ο ποιητής των Ραψωδιών του Ιονίου, αλλά στην Κύπρο τα ευλογημένα ελιόφυλλα καπνίζουν τελετουργικά (και παγανιστικά) για ιερό σκοπό, γιατί «…πάντα η ελιά θα είναι ιερή». Σαράντα ημέρες τα λιόκλαδα μαζεύουν ευλογία στην εκκλησιά, δίπλα στις άγιες εικόνες, και μετά φυλάσσονται στο εικονοστάσι για την καλή ώρα που επάνω στα κάρβουνα του θυμιατού θα μετουσιωθούν σε δοξαστικό καπνό, ατόφιο μεσογειακό θυμίαμα, που ξεσηκώνει μικρό σύννεφο ευλογίας, καλό πνεύμα, που αποδιώχνει κάθε κακό. Χαρακτηριστικά, «καπνίζουν», όπως λένε, τον γαμπρό με καιόμενα ελιόφυλλα όταν βγαίνει από το σπίτι του για να πάει να συναντήσει τη νύφη.

Άγιες ελιές του Κλεόβουλου του Λίνδιου στο χωριό Βάτι της Νότιας Ρόδου

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Πάντα τα κλαδιά των γέρικων ελιών απλώνονταν πέρα από την πραγματικότητα, σε μυθικούς ελαιώνες. Στις γειτονιές του Νότου της Ρόδου, πέρα από τη Λίνδο, κοντά στο χωριό Βάτι, οι άνθρωποι που πάμπολλες γενιές πίσω καλλιεργούν αυτόν τον ηλικιωμένο πολύ ελαιώνα, πιστεύουν ότι πρωτοανήκε στον συντοπίτη τους Κλεόβουλο τον Λίνδιο, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Δεν έχουν να μας παρουσιάσουν κάποια απόδειξη, παρά μόνο την πίστη τους, αλλά τους πιστεύουμε. Γιατί κι εκείνοι κι εμείς αναγνωρίζουμε επάνω στους πολυποίκιλους κορμούς, που ξεπροβάλουν σουρεαλιστικά μέσα από τα ξερά χόρτα, «τις ρυτίδες των γονιών μας», καθώς λέει ο Σεφέρης στον «Αστυάνακτα».

Άγιες ελιές στον ελαιώνα του Λαέρτη στην Ανωγή της Ιθάκης.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Στην Ιθάκη, πάλι, στο δρόμο για την Ανωγή, ο ήλιος βασιλεύει στο στενό της Κεφαλονιάς, μέσα από τα κλαδιά των πολυπλόκαμων ελιών του Λαέρτη. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει ότι αυτά είναι πατρογονικά κτήματα του Οδυσσέα. Ξέρουμε όμως, ότι ο πολυμήχανος βασιλιάς είναι παππούς μας και τον αναγνωρίζουμε μέσα μας ευθύς, καθώς λέει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Ήσουν, πως μπορούσα να μη σε γνωρίσω ευτύς, ήσου εσύ, Καραβοκύρη της Ελλάδας, παππού, τρίσπαππου,(…) με το ανεχόρταγο τετραπέρατο μυαλό, που πλάθει μύθους και χαίρεται το ψέμα σαν έργο τέχνης, αρπαχτάρης, πεισματάρης, συγκερνώντας μαστορικά του ανθρώπου τη φρονιμάδα με τη θεία παραφροσύνη, όρθιος στο καράβι της Ελλάδας (… ) πόσες χιλιάδες χρόνια τώρα, πόσες χιλιάδες χρόνια ακόμα…». Ο Οδυσσέας είναι εδικός, καταδικός μας, όπως και η ελιά, από τότε που πρωτοβλάστησε σε τούτες τις όχθες της Μεσογείου θαλάσσης.

Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός
Οδυσσέας Ελύτης, Προσανατολισμοί, «Ηλικία της γλαυκής θύμησης»

Άγιες ελιές, ελίδια Κάσου.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Ελίδια, η ουσία του ελάχιστου των ακρών του Αιγαίου

Στις άκρες της Άγονης Γραμμής, στις μικρές στεριές, η ουσία δεν βρίσκεται ποτέ στο μέγιστο, αλλά στο ελάχιστο. Όλοι οι άνυδροι καρποί συμπυκνώνουν τη γεύση τους στο ελάχιστα δυνατόν για να υπάρχουν σώμα τους, και επαναστατούν. Ελαχιστοποιώντας το σώμα τους μεγιστοποιούν τη νοστιμιά τους. Όπως και οι μικρονησιώτικες ελιές, που όταν πάρουν το δρόμο της επεξεργασίας για να γίνουν βρώσιμες και να φτάσουν μέχρι το τραπέζι ή στην απλωμένη πετσέτα στη ξωμονή, τις λένε ελίδια.

Σε αυτούς τους μικροκόσμους τα μόνα μεγάλα είναι σίγουρα τα όνειρα και η θάλασσα, καθόλου ξένα μεταξύ τους. Η θάλασσα είναι καταλύτης κάθε σκιρτήματος ζωής, και της τροφής φυσικά. Οι μικροσκοπικές ελιές μπαίνουν στο μπουκάλι αυτοδύναμες, χωρίς άλλα καρυκεύματα, μόνο με την ενέργεια του θαλασσινού νερού, και ψήνονται – όπως ήμερε πάντα να κάνει το αλάτι ίσως και πριν τη φωτιά – και γίνονται βρώσιμες.

Η Λέλα, βέβαια, τώρα στο νησί, γεμίζει τα μπουκάλια με προσομοίωση της θάλασσας – γιατί αυτό είναι άρμη – για να είναι πιο ελαφριά και να μην χρειάζονται ξαρμύρισμα τα ελίδια της όταν ετοιμάζονται να εμφανιστούν στο τραπέζι. Και βάζοντας τη δική της πινελιά προσθέτοντας μυριστικά. Στα ελίδια που μας φίλεψε το καλοκαίρι – και κρατούμε σαν χάδι από την νοτιοανατολική άκρα του Αιγαίου στο πρόσωπο μέσα στο χειμώνα – στη μία φιάλη είχε βάλει σκόρδο και στην άλλη ρίγανη. Τώρα θα έχει εμφιαλώσει ήδη τα ελίδια της επόμενης χρονιάς, συντηρώντας μια από τις χαρακτηριστικές γεύσεις της μικρής πατρίδας.

Διαβάστε επίσης:

Ελιάς εγκώμιο ή τα μικρά και τα μεγάλα μυστικά που μάθαμε για την επεξεργασία των ελιών

Τσακιστές, σπαστές, κλαστάδες ελιές, τροφή για σκέψεις

Λιομαζώματα, ευχέλαιο από τον οργασμό του ελαιώνα