Χοχλιοί της θάλασσας, το πρώτο κόσμημα του τραπεζιού και του πολιτισμού των ανθρώπων

Ανακαλύψαμε τον κόσμο παίζοντας στην ακρογιαλιά, όχι μόνο εμείς, τα παιδιά των νοτίων θαλασσών, εν δυνάμει θαλασσοπόροι, αλλά και οι πρώτοι άνθρωποι. Όλες οι μεγάλες πορείες προς τις σπουδαίες ανακαλύψεις και τις αποκαλύψεις ξεκινούν από έναν μικρό περίπατο στην ακροθαλασσιά, στην πιο γοητευτική και συναρπαστική συνεύρεση των μεγάλων δυνάμεων της ζωής, του πελάγους, της στεριάς, του αγέρα και των ονείρων. Και τα δικά μας όνειρα απέπλεαν από το μικροσκοπικό λιμανάκι της Μπούκας, στη σκιά του καμπαναριού με το ρολόι του Αγίου Σπυρίδωνα, πριν ακόμη μάθουμε να παγιδεύουμε στις χούφτες μας τις διάφανες γαρίδες, να ψαρεύουμε με γυάλα και ζυμάρι τα κεφαλόπουλα, να ανακαλύψουμε ότι κάτω από τις πέτρες υπάρχουν καβουράκια και να μάθουμε ότι οι πεταλίδες «βγαίνουν» αν τις χτυπήσεις με μια πέτρα. Οι χοχλιοί, τα θαλασσινά σαλιγκάρια, ήταν εκεί – ειδικά αν υπήρχε «νεροφιδιά», είχαν, δηλαδή, τραβηχτεί τα νερά από τη μπουνάτσα – ακίνητοι, διατεθειμένοι να τους μαζέψουμε.

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr
Μαντεύοντας τα πρώτα βήματα των ανθρώπων για την αναζήτηση της τροφής τους στην περιγιαλιά, ανιστορούμαι τις δικές μας πρωτόγονες εξορμήσεις, χωρίς εργαλεία, μόνο με βότσαλα και ξύλα που μας έδινε η ίδια η θάλασσα. Και το πρώτο, ίσως, «ψάρεμα» των τροφοσυλλεκτών ανθρώπων, τουλάχιστον, της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, 30.000 χρόνια πριν, πρέπει να ήταν τα θαλασσινά σαλιγκάρια. Είναι περίοπτα, δεν τρέχουν, δεν είναι κολλημένα στο βράχο και δεν χρειάζεται, ούτε καν, να βρέξεις τα πόδια σου για να τα μαζέψεις. Μετά τα χτυπάς με ένα βότσαλο, σπάει το όστρακό τους, και έχεις ακάλυπτη τη τροφή για να τη βάλεις στο στόμα σου. Συχνά, αν σπάσεις μόνο την κορυφή του λαβύρινθου του σαλιγκαριού, μένει ακέραιο ένα διαμπερές όστρακο, το οποίο μπορείς να κρεμάσεις με σπάγκο στο λαιμό σου, ίσως, το πρώτο κόσμημα που χρησιμοποίησε φιλάρεσκα ο άνθρωπος, μετά το βότσαλο. Στις αρχαιότερες θέσεις κατοίκησης στον Ελλαδικό χώρο, όπως στο Σπήλαιο Φράχθι της Ερμιονίδας (25.000 – 11.000 χρόνια πριν από σήμερα), έχουν βρεθεί στις ανασκαφές θαλάσσια όστρεα.

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr
Μετά, στις πιο σοβαρές ψαριές μας, τα σαλιγκάρια της θάλασσας – ιδίως αυτά που είχαν μέσα καβουράκι – ήταν το πιο πρόσφορο δόλωμα. Καμιά φορά, όμως, οι εξορμήσεις μας είχαν αποκλειστικό στόχο τους χοχλιούς και τις «πατελίες». Αυτά πήγαιναν μαζί. Όπου χοχλιοί και πεταλίδες. Μόνο στο πυροφάνι, με το φως του «λουξ», μαζεύαμε χοχλιούς, μαζί με τις καβουρομάνες και τις σάλπες μέσα στους αρούς. Που να δεις τις πεταλίδες τις ασέληνες νύχτες επάνω στα άγρια κατσάβραχα. Στο σπίτι, το ζευγάρι των όστρεων, έπαιρνε διαφορετικό δρόμο. Τις πεταλίδες δύσκολα τις μαζεύεις και εύκολα τις τρως. Τις προτιμούσαν ωμές, βγάζοντας τη μια με την άλλη, και έπιναν ούζο. Σπάνια τις έκαναν πατελιόρυζο. Τους χοχλιούς τους κόχλαζαν σε νερό όσο χρειάζεται για να προβάλουν λίγο από το όστρακό τους και να μπορούν να τους βγάλουν έναν – έναν με τη βελόνα. Αν τους παραβράσουν θα χωθούν ακόμα πιο βαθιά στο καβούκι τους και δεν θα βγαίνουν με τίποτα. Μετά τους άρτυζαν με λάδι και ξύδι, και πετούσαν τα άχρηστα για εκείνους όστρακα, που για εμάς, όμως, ήταν πολύ χρήσιμα, γιατί τα κάναμε «βώλους» ή «πρόβατα» στην υποθετική «μάντρα» μας.

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr
Και μου έμεινε η λαχτάρα να εξερευνώ την ακρογιαλιά και να μαζεύω χοχλιούς και πεταλίδες, αλλά και να παίζω, φωτογραφικά, με τα όστρακά τους, αφού γίνουν τροφή. Αλλά το περασμένο καλοκαίρι, στην Κάσο, πήγα παρακάτω τη γεύση των χοχλιών, ενσωματώνοντάς την σε μια σάλτσα για μακαρόνια. Προχώρησα κανονικά, έβρασα τα θαλασσινά σαλιγκάρια και έβγαλα το σώμα τους ένα – ένα από το όστρακό του. Μετά, έκανα μια τυπική κόκκινη σάλτσα – ξερό κρεμμύδι μαραμένο σε καυτό ελαιόλαδο, σκόρδο, τριμμένη ντομάτα, αλάτι, φρεσκοτριμμένο πιπέρι, ρίγανη, νερό από το απόβρασμα των σαλιγκαριών – έβαλα τους χοχλιούς να πάρουν βράση και μπουμπούκια κάπαρης, «έσβησα» με λευκό κρασί και τα άφησαν να δέσουν όλα μαζί σε ένα σώμα. Κράτησα μερικά όστρακα, και παραδόξως, η παρουσία τους στο φαγητό δεν υπηρέτησε μόνο κοσμητικούς σκοπούς, αλλά και γευστικούς.

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr
Το κρασί που μπήκε στο φαγητό μας, και συνόδευσε μετά το γεύμα μας, είναι κι αυτό συστατικό της ιστορίας μας. Έχει το χαϊδευτικό όνομα του μεσόγειου χωριού μας, «Αερικό», και το οραματίστηκε ο πρώτος μου ξάδελφος, ο Χριστόφορος, στη Φίλια της Καρδίτσας στον Θεσσαλικό κάμπο. Ο θείος ο Ανδρέας, ο πατέρας του Χριστόφορου, κινούσε μια μικρή βιοτεχνία «αεριούχων ποτών». Έκανε, σχεδόν χειροποίητες, λεμονάδες και πορτοκαλάδες, το αξέχαστο, επίσημο, ποτό των παιδικών μας χρόνων. Μέρα παρά μέρα γέμιζε 24 κάσες λεμονάδες και πορτοκαλάδες, και ο Παναγιώτης τις μετέφερε στα καφενεία. Τα καλοκαίρια, που δεν είχαμε σχολείο, πηγαίναμε μαζί τους στο Φρυ εγώ και ο Χριστόφορος, για να γυρίζουμε εναλλάξ την αντλία που έστελνε νερό αναμεμιγμένο με ανθρακικό στη μηχανή εφυάλωσης. Μέχρι, όμως, να ξεκινήσει αυτή η διαδικασία, ο θείος ο Αντρέας και η θεία η Άννα, έπρεπε να πλύνουν με τα χέρια ένα – ένα όλες τις φιάλες που ήταν επαναχρησιμοποιούμενες. Χρειάζονταν περίπου μισή ώρα. Αυτή ήταν η δική μας ανταμοιβή. Τρέχαμε στη θάλασσα και δολώναμε χοχλιούς για να πιάσουμε γυαλίνες. Μέχρι να μας φωνάξει η θεία και να τα παρατήσουμε για να γυρίζουμε την αντλία μέχρι το μεσημέρι, ευχαριστημένοι ή όχι από τη ψαριά, αδιάφορο. Σίγουρα όμως από τις αναμνήσεις…
Μπράβο Νίκο, πολύ ωραίο άρθρο, μου θύμισες τα παιδικά μου χρόνια. … Ελπίζω κάποια στιγμή να έρθω στην Κάσο που δεν έχω επισκευθεί ποτέ αν και είμαι κατά ήμισυ Κασιώτης.
Πολύ ωραία ιστορία με ταξίδεψε στα παιδικά μου χρόνια