Δοκιμάζοντας δρίλλα, σιτάκα και αλευρά με κεράτινο κουτάλι σε μητάτο στην Κάσο
Τα κερατσένια κουτάλια, όπως τα λένε στην Κάσο, δεν συμβολίζουν μόνο τις νόστιμες «μαζυριές» που παράγουν οι βοσκοί στα μητάτα τους – ειδικά τη δρύλλα, την κορφή του γάλακτος πριν αφυδατωθεί και ψηθεί για να γίνει βούτυρο, τη σιτάκα, το μοναδικό μαλακό τυρί ενδημικό της Κάσου, και την αλευρά, τον χυλό από γάλα και αλεύρι που πήζει πάνω στην παρανιστιά και μετά «καίγεται» με κασιώτικο βότυρο, που τα δοκιμάζουν at hoc με αυτά τα κουτάλια – αλλά και μιας αυτάρκους οικονομίας που την διαπερνά την αρχέγονη λογική του τίποτα δεν πάει χαμένο, όλα είναι χρήσιμα εργαλεία.
Οι ίδιοι οι βοσκοί τσαγκάρευαν τα στιβάνια τους από δέρμα που «έγναφαν» οι ίδιοι από κατσίκια που ανέτρεφαν, και τα αδιαβροχοποιούσαν με το «άλειμμα» (λίπος) τους. Από το μαλλί των προβάτων τους οι γυναίκες του σπιτιού τους έκαναν με το «αργάτι» τους τον σπάγκο τον οποίο τύλιγαν μαζί με νήμα στον αντίλυτρο, για να πλέξουν κάλτσες, φανέλες και μίζαρους (ζωνάρια). Ο τουβράς που κρατούσαν στον ώμο για να βάζουν μέσα τα χρειαζούμενα, τον έφτιαχναν και αυτόν οι ίδιοι από δέρμα μικρού κατσικιού, περίπου όπως έφτιαχναν και τις τσαμπούνες που έδιναν ρυθμό στα γλέντια τους. Φυσικά δεν θα πετούσαν τα κέρατα των κριών. Με αυτά έφτιαχναν τα κουτάλια, αλλά και τη βασική αγκράφα του τουβρά και τον χορδοδέτη, την υποδοχή των τριών (εντέρινων) χορδών της λύρας.
Ο Αντώνης του (Β)Ασιλαρά, από τους πιο τεχνίτες παραδοσιακούς τυροκόμους στην Κάσο, συνεχίζει να πελεκά τα κέρατα των κριών και να κάνει αγκράφες για τους τουβράδες και κερατσένια κουτάλια που τα έχει στην κουταλοθούκη του μητάτου του στις Τρούλλες και τα χρησιμοποιεί όταν τυροκομά. Σε μια από τις πολλές επισκέψεις μου στο μητάτο, σε εποχή που οι προβατίνες και οι αίγες ήταν «έγγαλες» (είχαν γάλα), η γυναίκα του, η Ποθητή, μου έβαλε να φάω δρύλλα με ένα τέτοιο κουτάλι. Ήταν ευκαιρία να μου πει ο Αντώνης πως τα φτιάχνει. Όταν έχει, λοιπόν, μεγάλο κέρατο από κριό, το αφήνει σε κρύο νερό τρεις – τέσσερις ημέρες για να μαλακώσει. Μόλις γίνει αυτό, αρχίζει να το πελεκά με το σουγιά για να το φέρει στο μέγεθος που το θέλει. Μετά το χώνει στη στάχτη (ο Αντώνης τη λέει σταχτή) της παρανιστιάς που βράζει το γάλα και με ένα βόλο (βότσαλο) το πατάει στην άκρη για να κάνει το βαθούλωμα του κουταλιού. Όσο το πολεμά και κρυαίνει, βάζει ξανά την άκρη που δουλεύει στη στάχτη. Με τον ίδιο τρόπο κάνει άγκιστρο την άλλη άκρη. Το τελικό «φινίρισμα» το κάνει με το σουγιά του και εν τέλει γυαλίζει το κουτάλι με γυαλόχαρτο. Οπωσδήποτε είναι ακόμα πιο νόστιμες οι «μαζυριές» του όταν τις δοκιμάζεις με ένα τέτοιο κουτάλι, επί τόπου, στο μητάτο του. Είναι κάτι που σε πείθει να το νοσταλγείς…