Φακές με κοφτό μακαρονάκι και ξιδάτες ελιές από τα παλιά για το μέλλον
Μπορούν να φέρουν οι φακές κάτι καινούργιο στο τραπέζι μας; Με πόσο, πια, άλλο μάτι μπορούμε να τις δούμε; Ναι, ακόμη έχουν τη δύναμη να εξελίσσονται προς το καλύτερο και νοστιμότερο. Παιδιά, μας εξέπλητταν δυσάρεστα όταν τις συναντούσαμε στο οικογενειακό τραπέζι. Ο επιτακτικός λόγος για τη χρησιμότητα της φακής στον οργανισμό μας – να μεγαλώσουμε γεροί σαν σίδερο – δεν διασκέδαζε την αποστροφή μας στη θωριά και στη γεύση. Ευτυχώς που τις φακές τις μαγείρευαν πάντα στο νησί μαζί με ρύζι ή ζυμαρικό – κριθαράκι ή κοφτό μακαρονάκι – και τις συνόδευαν με τηγανιτές πατάτες. Αρκούσαν μερικές κουταλιές από το ατομικό πιάτο που είχαμε μπροστά μας, για να ξεπληρώσουμε το χρέος μας απέναντι στον οργανισμό μας και στη μητέρα, και μετά να προχωρήσουμε στο κοινό στο κέντρο του τραπεζιού με τις ροδοκόκκινες, ορεκτικές, πατάτες.
Οι φακές δεν έπαψαν ποτέ να μας εκπλήσσουν, αλλά, τώρα πια, ευχάριστα. Σπάνια, αλλά όταν εμφανίζονταν οι φακές, διαφορετικά μαγειρεμένες βέβαια, στα φοιτητικά εστιατόρια, ήταν μια νότα της χαμένης θαλπωρής του οικογενειακού τραπεζιού, που, τότε, ήταν πολύ ευχάριστη και νοσταλγική. Αλλά και τώρα, στο οικογενειακό τραπέζι που εμείς ορίζουμε πια, η φακή συνεχίζει να μας εκπλήσσει με τις μικρές, αλλά ουσιαστικές μεταμορφώσεις της και προσαρμογές της στα κελεύσματα των καιρών• όχι μόνο των κλιματολογικών, αλλά και των μαγειρικών.
Μόλις πριν από λίγο καιρό αναρτήσαμε τις φακές αλλιώς, αλλά την επόμενη φορά που τις μαγειρέψαμε, χωρίς να κοιτάξουμε εκείνη τη συνταγή, έχουμε την εντύπωση, ότι μας οδήγησαν σε, ελαφρώς, διαφορετικά μονοπάτια, νοστιμότερα, πιστεύουμε. Το ελαιόλαδο, που ζεσταινόταν σε μέτρια φωτιά, αρωματίσαμε με φύλλα δάφνης και μπαχαρικά – κύμινο, κουρκουμά και καπνιστή, καυτερή πάπρικα στη μύτη του κουταλιού – πριν προσθέσουμε τις ροδέλες ικανού αριθμού σκελίδων σκόρδου. Μετά τη ανήσυχη αλληλεπίδραση των υλικών στον πάτο του τσουκαλιού, έβαλα τα κυρίως συστατικά, σταδιακά, τέσσερα φρέσκα κρεμμυδάκια, ένα μέτριο παλιό κρεμμύδι, μια πράσινη πιπεριά, ένα τέταρτο χονδρές φακές, ανακατεύοντας και σβήνοντας με ξίδι από κρασί. Καρύκευσα, επί πλέον, με ρίγανη, άγρια, ξερή και αφού συγχρωτίστηκαν, επαρκώς, όλα τα υλικά, για ικανό χρόνο, πρόσθεσα ζεστό νερό, όσο χρειάζεται για την τελική μορφή που θέλω να έχει το πιάτο μου – συμπυκνωμένα υδαρές – υπολογίζοντας ότι όταν η φακή θα είναι έτοιμη θα βάλω και το κοφτό μακαρονάκι, και το άφησα να οδηγηθεί προς τα εκεί σε χαμηλή φωτιά.
Όταν έβρασαν οι φακές, σαράντα λεπτά από τότε που τις έστεσα, ενίσχυσα τη γεύση τους με αλάτι του βράχου, φρεσκοτριμμένα πιπέρια, βαλσάμικο λευκό και επί πλέον ξίδι από κρασί, και έβαλα και ένα τρίτο του πακέτου κοφτό μακαρονάκι, και όταν έφτασε στο διογκωμένο μέγεθός του, πρόσθεσα ζεστό νερό που υπολόγισα ότι θα χρειαζόταν για να έχει το φαγητό τη μορφή που θέλω. Το άφησα αρκετά, άλλα σαράντα λεπτά, για να μελώσει καλά, πριν κατεβάσω το τσουκάλι. Και το καλό αυτού του φαγητού είναι ότι όσο μένει και το ζεσταίνεις ξανά και ξανά, τόσο καλύτερο γίνεται.
Η φακή στο τραπέζι μας είναι αυθύπαρκτη και όχι αναγκαίο κακό για να φτάσουμε στις τηγανητές πατάτες. Εξακολουθούν, όμως, να αναζητούν συντροφιά. Και τι καλύτερο, από τις ξιδάτες, καλαματιανές, ελιές, νέας εσοδείας. Μόλις αποσφραγίσαμε το βάζο μέσα στο οποίο τις είχαμε κλείσει, πριν από δύο μήνες, έτσι όπως τις αγοράσαμε από τη Λαϊκή, να κολυμπούν μέσα σε ένα τρίτο ξίδι, δύο τρίτα νερό, μια κουταλιά της σούπας χοντρό αλάτι του βράχου και φύλλα δάφνης, σφραγισμένες με ένα δάκτυλο ελαιόλαδο. Μετά, στο πιάτο, δεν θέλουν τίποτε άλλο, παρά, τριμμένη, άγρια, ρίγανη.