Φασολάκια στα ξύλα ή πως το αυθεντικό είναι και ωραίο
Το αυθεντικό είναι πηγαίο, παραδοσιακό. Διαμορφώνεται από την εξέλιξη της συλλογικής εμπειρίας και παραδίδεται με την σφραγίδα της εποχής της μετάδοσης, αλλά και με ελεύθερη περιοχή για να μπει η βούλα της νέας εποχής. Το αυθεντικό είναι ανεπιτήδευτο. Γίνεται γιατί είναι απαραίτητο να γίνει, και, πάντα, διανθίζεται από πρώτες σκέψεις, έγνοια, μοιράσματα, αγάπη. Το αυθεντικό είναι χρήσιμο, ικανοποιεί πραγματικές ανάγκες, ζωτικές, και, όπως μας έμαθε ο παππούς Αριστοτέλης, το χρήσιμο είναι, πάντα, καλό και ευχάριστο, που πάει να πει ωραίο.
Η αυθεντική φωτιά που πετάγεται από ξύλα που καίγονται τραγουδώντας, πυροδότησε, ουσιαστικά, την έκρηξη του ανθρώπινου πολιτισμού, ο οποίος μοιάζει να αναδύεται μαζί με την κνίσα του κρέατος που μαλακώνει και νοστιμεύει επάνω στη θράκα, και, αργότερα, μέσα από την κοχλάζουσα χύτρα επάνω στην εστία, το σημείο συσπείρωσης της ομάδας. Πολλοί μελετητές της ιστορίας του ανθρώπου, είναι πεπεισμένοι ότι το στήσιμο της χύτρας επάνω στη φωτιά για το μαγείρεμα του φαγητού, είναι αποφασιστική καμπή της ανθρώπινης εξέλιξης. Με άλλα λόγια, η σκέψη να μαγειρέψουμε το φαγητό μας, μας έκανε ανθρώπους. Αφιερώνοντας λιγότερο χρόνο στην εύπεπτη διατροφή μας απ’ όσον τα άλλα ζώα, και προσλαμβάνοντας περισσότερες θερμίδες από όσες μας χρειάζονταν, απλώς, για να κυνηγούμε και να αναπαραγόμαστε, μας έμενε απόθεμα για την ανάπτυξη του εγκεφάλου μας, στον οποίο άρχισαν να μπαίνουν διάφορες ιδέες, μεταξύ των οποίων και της απόλαυσης.
Το μαγείρεμα σε πραγματική φωτιά, από φυσικά ξύλα που καίγονται, είναι μια αυθεντική εμπειρία που μας πάει πίσω, βαθειά, στις ρίζες μας. Η θαλπωρή της φωτιάς που τριζοβολά, πάντα, γιγαντώνει τη νοσταλγία, που ευωδιάζει ξεχασμένες, ζωτικές, μυρωδιές• και δεν μας αφήνει να λησμονήσουμε ότι η ρίζα του νόστιμου βρίσκεται ακριβώς εκεί, στη νοσταλγία. Δεν ξέρω πώς να δικαιολογήσω αυτή τη νοστιμιά που παίρνει το φαγητό που μαγειρεύεται στα ξύλα, παρεκτός, από την σκέψη ότι η φωτιά είναι θεόσταλτο δώρο, και πως οι παλαιοί και ο νέος Θεός, συνεχίζουν να την ευλογούν για χάρη των ανθρώπων. Και, βέβαια, η νοστιμιά του φαγητού στα ξύλα δεν βρίσκεται μόνο στην ουσία του, που μελώνει υπέροχα, αλλά και στην εικόνα του, στην σκηνογραφία του. Το αυθεντικό μαγείρεμα εκτός από νόστιμο, είναι και αισθητικά ωραίο.
Τα φρέσκα φασολάκια στην κατσαρόλα επάνω στην κεραμική εστία με την άυλη θερμότητα, είναι εντελώς διαφορετική γεύση και εικόνα από εκείνα στο καπνισμένο, «απλαϊνό», τσουκάλι, μέσα στις φλόγες από τα ξερά ξύλα και τον ευωδιαστό καπνό να χαϊδεύει το φαγητό. Όμως η φυσική φωτιά είναι ανεξέλεγκτη και ατίθαση, κι εμείς, μαθημένοι στην ευκολία του διακόπτη, δεν έχουμε την εμπειρία να τη μεταχειριστούμε. Σκέφτομαι ότι αν μια νοικοκυρά, κάθε φορά που μαγείρευε στα ξύλα, κατανάλωνε τόσα όσα, τώρα, εγώ, δεν θα μπορούσε να είχε, ποτέ, επάρκεια, καθώς ήταν μεγάλος κόπος να τα μαζέψεις. Τώρα, υπάρχουν άφθονα, και δίπλα στο αυτοσχέδιο «κούμιλο», αφού σε κανέναν δεν είναι, πλέον, απαραίτητα, παρεκτός κάποιους ρομαντικούς. Και μετά, αν η νοικοκυρά καθόταν συνεχώς πάνω από το τσουκάλι, μέχρι να γίνει το φαγητό, όπως εγώ τώρα, θα πήγαιναν πίσω όλες οι άλλες, καθημερινές, δουλειές της, όπως το πλύσιμο, το μπάλωμα, το ζύμωμα, το σκούπισμα. Εκείνοι ήξεραν και έφερναν από τα βουνά ή από τα αποκλαδέματα των ελιών ξύλα σκληρά, που κρατούν στη φωτιά και δεν καίγονται εύκολα. Κι είχαν την υπομονή να μαγειρεύουν σε χαμηλή φωτιά, κερδίζοντας χρόνο και νοστιμιά.
Θυμόμουν πως άναβαν την φωτιά. Έβαζαν πρώτα μια τούφα θυμάρι για να πάρει εύκολα, με ένα μόνο σπίρτο, και από πάνω ψιλά κλαδιά, και μετά τα πιο χοντρά που συντηρούσαν αναμμένη τη φλόγα. Τα υλικά ήσαν πολύτιμα. Θυμάμαι όταν διάβαζα το βιβλίο του Γιάννη Κάτρη «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα» μου έκανε εντύπωση η σκηνή που περιγράφει σε καφενείο σε ένα από τα χωριά της Αργιθέας. Ένα κοριτσάκι, ήρθε σταλμένο από τη μητέρα του στο μοναδικό καφενείο και παντοπωλείο, για να αγοράσει τρία σπίρτα. Εγώ άναψα τη φωτιά με αναπτήρα, το θυμάρι, τα ψιλά ξύλα και μετά τα χοντρά. Και «έστεσα» το τσουκάλι με ελαιόλαδο, από τα δένδρα που γερνούν εδώ στο νησί, από ελαιοτριβείο με πέτρες και πανιά, που αρωμάτισαν τέσσερις σκελίδες σκόρδο κομμένες ροδέλες και δύο, ψιλοκομμένα, παλιά κρεμμύδια, που σοτάρονταν τραγουδώντας ευχαριστημένα, σε διφωνία με τις φλόγες. Έσβησα για λίγο το τραγούδι τους με λευκό ξίδι από κρασί, πρόσθεσα τα κρίθαμα τουρσί, τις κυδωνάτες πατάτες και τις πιπεριές κομμένες κατά μήκος. Καρύκευσα με αλάτι του βράχου, φρεσκοτριμμένο, μαύρο πιπέρι, βιολογικό κουρκουμά, ρίγανη και επί πλέον ξίδι, πριν βάλω τα ολόκληρα, φρέσκα, φασολάκια. Τα χρωμάτισα με τρεις κουταλιές της σούπας, αραιωμένο με νερό, πελτέ ντομάτας.
Καθώς το φαγητό κόχλαζε ξεσκέπαστο για να το αρωματίζει ανεμπόδιστα ο ευωδιαστός καπνός των ξερών ξύλων και να γευόμαστε, ήδη, τη θέα του, σκεφτόμουν, ότι αυτό είναι μια αποκλειστικά δική μας πολυτέλεια. Είπαμε, ήδη, ότι για τις παραδοσιακές μαγείρισσες, αυτός δεν ήταν χρόνος απόλαυσης, αλλά ευκαιρία για τις άλλες δουλειές που έπρεπε να γίνουν παράλληλα. Για εκείνες, η ευχαρίστηση έπρεπε να περιμένει μέχρι το μεσημέρι, όταν η οικογένεια θα συσπειρωνόταν γύρω από το τραπέζι, όταν η νοστιμιά του φαγητού, η έγνοια, η αγάπη, ο σεβασμός, η ευχαριστία, συνέθεταν ευτυχισμένη ατμόσφαιρα. Δεν σκέφτομαι εκ του ασφαλούς, αλλά μου κάνει εντύπωση, βλέποντας παλιές φωτογραφίες, πως είναι δυνατό να συγκεντρώνονται τόσο πλούσια συναισθήματα και ιερότητα, γύρω από ένα τόσο φτωχικό γεύμα, ένα καρβέλι ψωμί, ένα πιάτο ελιές και ένα κρεμμύδι• και εκτιμώ αλλιώς τον πλούτο, τις αξίες και την αισθητική της ζωής.