Γιάννης Ψυχοπαίδης, ο ανεκπλήρωτος έρωτας της ζωγραφικής με την ποίηση

Οι ποιητές και οι ζωγράφοι εποίησαν· λέξεις και εικόνες. Αιώνιος έρωτας· αμφίδρομος και αμφιπρόσωπος. Οι ποιητές συναντούν τους ζωγράφους και τα έργα των χειρών, της φαντασίας και του νου τους, εκρήγνυνται στον γαλάζιο αιθέρα για να βάλουν στη ζωή μας το ουράνιο τόξο· γιατί, πάντα, μετά τους θυελλώδεις έρωτες, έρχεται η καλοσύνη της ευτυχίας ή της μελαγχολίας· γιατί έχουμε ανάγκη να ανακαλύπτουμε ξανά και να ανανεώνουμε το νόημα της ζωής.

Ο Πάμπλο Πικάσο ζωγράφισε στην μπλε περίοδό του, το 1903, τον «Γέρο κιθαρίστα». Ο Γουάλας Στίβενς, το 1936, έγραψε, κοιτάζοντας τον πίνακα, το ποίημα «Ο άνδρας με τη μπλε κιθάρα»:
Εκείνοι τού είπαν, «Έχεις μια μπλε κιθάρα,
Δεν παίζεις τα πράγματα όπως είναι.»
Ο άνδρας απάντησε, «Τα πράγματα όπως είναι
Αλλάζουνε στη μπλε κιθάρα.»
Η μελωδία της Γαλάζιας Κιθάρας δεν έπαψε ποτέ να αλλάζει και να συναρπάζει. Ο σύγχρονός μας Ντέιβιντ Χόκνεϊ, στο διάστημα 1976-1977, εμπνεύστηκε από τον Ουάλας Στήβενς, ο οποίος εμπνεύστηκε από τον Πάμπλο Πικάσο, και η φαντασία του κύλησε επάνω στις σκληρές πλάκες του χαλκού, χαράζοντας το δικό του, ευαίσθητο, αποτύπωμα. «Οι ίδιες οι οξυγραφίες», είπε, «δεν νοούνται ως πραγματικές εικονογραφήσεις του ποιήματος αλλά ως ερμηνεία των θεμάτων του με εικαστικούς όρους», δίνοντας την ατμόσφαιρα της συνάντησης ζωγραφικής και ποίησης. Και θα συμπληρώσει σε μιαν άλλη περίσταση: «Αυτό που κάνω δεν είναι απλώς κάτι τρελό, αλλά κάτι που γεννιέται μέσα από κάτι άλλο και θα εξελιχθεί πάλι σε κάτι άλλο».

Ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ είχε καταπιαστεί πριν, το διάστημα 1966-1967, με τον Κ. Π. Καβάφη, μετουσιώνοντας σε γραμμές το νόημα των λέξεων δεκατεσσάρων ποιημάτων του. Η ποίηση είναι μουσικό νόημα, το οποίο αποκαλύπτεται πλήρως στη γλώσσα που συντίθεται. Η μουσική τον λέξεων δεν μεταφράζεται, διαβάζονται, όμως, σε όλες τις γλώσσες, τα ενωμένα σημεία που δημιουργούν τις γραμμές· γεννιούνται μέσα από κάτι άλλο για να εξελιχθούν σε κάτι άλλο. Ο Χόκνεϊ αισθάνθηκε τις δονήσεις μιας ερωτικής επανάστασης και δημιούργησε μια άλλου είδους εξέγερση με τις χαλκογραφίες του, συνυπολογίζοντας το μέγεθος των προκαταλήψεων για την ομοφυλοφιλία την εποχή που χαράχτηκαν και τυπώθηκαν τα έργα.
ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΑ
Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ’ απόκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει
Παρμένο πια για να το αποκοιμίσει. –
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψί της.
(Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, 1915)

Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, αφοσιωμένος αναγνώστης της ποίησης, διάβασε στο πρωτότυπο τον μεγάλο Αλεξανδρινό, αλλιώς. Επεχείρησε να συνθέσει μια «Εικαστική βιογραφία» και πίσω από τις ελληνιστικής χροιάς λέξεις, διέκρινε, ή καλύτερα αισθάνθηκε, ότι δεν υπάρχει χρώμα στην καβαφική ποίηση, αλλά όλα τα εξουσιάζουν το μαύρο και το γκρίζο. Τα φώτα και οι σκιές είναι που ζωντανεύουν τα πράγματα και τα σπρώχνουν προς τα δραματικά άκρα. Αυτά τα έργα της «Εικαστικής βιογραφίας» του Καβάφη, που γεννήθηκαν μέσα από τα ποιήματα και εξελίχθησαν σε κάτι άλλο, σε ζωγραφική, μεταμορφώνονται, ξανά, σε κάτι άλλο, έτσι όπως εκτίθενται, ανάμεσα στις εγγραφές των ατέρμονων συνομιλιών του ζωγράφου με τους ποιητές, στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, στο αίθριο του 4ου ορόφου, πάνω από το αναγνωστήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Η συνομιλία του ζωγράφου, ομότιμου καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, με τους ποιητές, είναι καθημερινή, και, συχνά, καταλήγει στην εικόνα της ποίησης, στον άλλον εαυτό των λέξεων. Δεν μιλάμε για εικονογράφηση, αλλά μια άλλη, προσωπική, ανάγνωση, σύμφωνα με τα εργαλεία και την σκευή που ο καθένας, δημιουργός οπωσδήποτε, κουβαλά μαζί του. Και στη σκευή του ζωγράφου, υπήρχε ήδη από τα εφηβικά του χρόνια, η συγκίνηση του ποιητικού λόγου, ισχυρή, όσο, σχεδόν, και του εικαστικού. Έτσι, απολύτως φυσικά, κατά έναν τρόπο αυτόματα, ο αδιάκοπος διάλογος με την ποίηση, οι πράξεις συνδιαλλαγής, ανταλλαγής και συναίσθησης, έμελλε, κάποια στιγμή, να εικονοποιηθούν. Και, ήδη, από τη δεκαετία του 1980, αυτό άρχισε να συμβαίνει, με τον χαρακτήρα εικαστικών σχολίων επάνω στην ποίηση· εκπληρώνοντας, κατά κάποιο τρόπο, την παραγγελιά του σπουδαίου Τζορτζ Μπρακ, ο οποίος έλεγε ότι δεν είναι αρκετό για τη ζωγραφική να σου δείχνει τα συναισθήματα, αλλά να σου χαρίζει τη δυνατότητα να την ψαύεις. Και σε αυτά τα έργα τα εμπνευσμένα από την ποίηση, δεν την συναισθάνεσαι, απλώς, αλλά μπορείς και να την αγγίξεις.

Από την πλευρά των ποιητών, ο Γιώργος Σεφέρης, όπως εξομολογείται στη δοκιμή «“Ζωγραφικά σχόλια” του Γιάννη Μόραλη», ήταν επιφυλακτικός απέναντι στα «ζευγαρώματα» των τεχνών, γιατί σπάνια του πετύχαιναν. Του φαίνονταν σαν δυο ατίθασα άλογα ζεμένα στο ίδιο αμάξι που ξαφνικά τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. «Ωστόσο όταν, ύστερα από αρκετούς μήνες, ο Μόραλης μού έδειξε τις ζωγραφιές του», γράφει, «κατάλαβα πως μπορεί κάποτε να μην υπάρχει διόλου αμάξι, παρά μόνο δυο ελεύθερα άλογα καλπάζοντας ανεξάρτητα σ’ ένα πράσινο λιβάδι. Κατάλαβα πως είχε κάνει μια εργασία που προκαλούσε το διάλογο ενός νεότερου καλλιτέχνη, που δεν αγνόησε τα έργα της ποίησης, μ’ έναν κατά μισή γενεά παλαιότερό του. Τις εικόνες του τις είδα σαν έναν αντίλογο τοποθετημένο σε διαφορετική κλίμακα, πιο αυθόρμητο, πιο φρέσκο από ό,τι γεννά συνήθως η τριγυρινή μας λογοτεχνία».
Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης το περιγράφει με άλλα λόγια: «Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς ότι το μεγάλο στοίχημα σε αυτή την ιστορία είναι ο εικαστικός καλλιτέχνης να κατορθώσει να διαφυλάξει την αυτονομία του λόγου του. Να μην υποταχτεί στην ποίηση, αλλά να την αντιμετωπίσει ως ισότιμο ταξιδευτή πάνω σε μια πορεία που τρέχουν παράλληλα χωρίς να ακυρώνει η μια την άλλη. Ίσως ποτέ να μην διασταυρωθούν, αλλά τρέχουν αντάμα και αντλούν από το ίδιο υπέδαφος. Αυτή είναι η ομορφιά τους. Θα πρέπει ο εικαστικός καλλιτέχνης να αγνοήσει την ποίηση, για να μπορέσει να την εκφράσει καλύτερα».

Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ
– Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό.
Κι όμως τ’ αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δύο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος·
λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ’ ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς.
– Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο.
(Γιώργος Σεφέρης, «Κίχλη», Πόρος, «Γαλήνη», 31 του Οχτώβρη 1946)
Ο Σεφέρης, ο Μόραλης, οι δάσκαλοι της ελληνικότητας που θάλλει και πέρα από τα ελληνικά όρια. Οι δάσκαλοί μας, ταυτότητες διαφορετικών γενεών. Ο Σεφέρης και ο Ψυχοπαίδης. Συναντηθήκαμε πρώτη φορά στον Πόρο, ένα καλοκαίρι, το 2010. Δηλαδή εγώ και ο ζωγράφος. Ο ποιητής ήταν από πριν στη ζωή μας, και τον αναγνωρίζουμε ως δάσκαλο. Μόνο, που εκείνη τη στιγμή η παρουσία του ποιητή ήταν ακόμη πιο έντονη, καθώς ο ζωγράφος μου μιλούσε κοιτάζοντας μέσα από την ορθάνοιχτη πόρτα της γκαλερί Citronne στην προκυμαία, απέναντι στην Πέρλια, τη βίλα Γαλήνη, όπου ένα φθινόπωρο, από «Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα» ο ποιητής είδε από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα την βυθισμένη στην οδύνη του πρόσφατου, τότε, μεγάλου Πολέμου, την «Κίχλη», στην ουσία τη ψυχή μας που αναλαμβάνει από τις κακουχίες και τους δίσεκτους καιρούς, τους χαλασμούς και τους ξενιτεμούς. Ο ζωγράφος, είχε κοινοποιήσει στους τοίχους της γκαλερί το εικαστικό ημερολόγιο της κουβέντας του με τον παλιό του φίλο. Τίτλος της έκθεσης, ο ίδιος με το δεύτερο ποίημα της Κίχλης: «Ο ηδονικός Ελπήνωρ». «Προσεγγίζω τον Σεφέρη», λέει, «εδώ και τέσσερις δεκαετίες, αλλά ούτε εκείνος, ούτε κι εγώ είμαστε ίδιοι». Και μέσα σε αυτό το σκηνικό, τα έργα έμοιαζαν σαν στιγμιότυπα βίου, ατέρμονα, που δεν εξαντλούνται παρά μόνον μαζί με τη ζωή.

Ένα σου συνοφρυωμένο βλέμμα
μοιάζει για μένα με οχιάς ματιά
σ’ ένα φτωχό πουλί που το σπασμένο του φτερό
θάνατος είναι για το σώμα π’ ανέβαζε άλλοτε ψηλά –
(…)
Τέτοια είναι τούτη η σαγήνη που τρελαίνει –
τόσο ισχυρή η Μαγεία – ή τόσο αδύναμος εγώ.
(Από το τελευταίο ποίημα του Λόρδου Μπάιρον, μετάφραση Ρόντρικ Μπίτον)

Έμοιαζαν στιγμιότυπα ζωής ή όντως ήταν; Χρόνια μετά, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης ξεδιπλώνει στο εργαστήριό του, στην σκιά του Παρθενώνα, δίπλα στο πορτραίτο του Γιώργου Σεφέρη, την προσωπογραφία τού απέραντης ευαισθησίας ποιητή Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον. Με τον Βύρωνα και την ποίησή του, συμβαίνει, κατά έναν τρόπο, αναγκαστική συνάντηση κάθε καλοκαίρι στα Μεταξάτα της Κεφαλονιάς, καθώς το σπίτι του ζωγράφου είναι μεσοτοιχία με το κατάλυμα που φιλοξένησε τον ποιητή, μερικούς μήνες πριν μπει στο Μεσολόγγι, και αντικρίζουν το ίδιο τοπίο των λόφων με τις ελιές και τα κυπαρίσσια, απλώς, σε διαφορετικό χρόνο. Αυτή η συνάντηση έχει αναγεννήσει και διαμορφώσει μια νέα σχέση του ζωγράφου με το τοπίο της νήσου του Ιονίου. «Όλες αυτές οι εμπειρίες ζωής» λέει «σε οδηγούν στην ποίηση την οποία κάθε φορά διαβάζεις με διαφορετικό τρόπο».

ΤΟ ΡΗΜΑ ΑΓΝΑΝΤΕΥΩ
Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα
Είναι γαλάζιος πλους μιας κάτασπρης φρεγάδας
Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω
Και βλέπω τα θηράματα των λογισμών μου
Δελφίνια που αναδύονται κ’ εισδύουν μεσ’ στο κύμα
Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά
Και μια ξανθή νεάνιδα που στέκει στο πλευρό μου
Μεσ’ στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω
Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου.
(Ενδοχώρα, 1945)
Ελύτης, Παλαμάς, αρχαίοι λυρικοί, Οδύσσεια, Παρμενίδης και το περίφημο φιλοσοφικό του ποίημα – στο μεταίχμιο της μετάβασης από τον μύθο στο λόγο, στη γένεση, δηλαδή, της Φιλοσοφίας – Καρυωτάκης, Δημουλά, Εμπειρίκος, Σαχτούρης, Κοντός, Φωστιέρης και η πιο πρόσφατη «Ζωγραφική Συνομιλία με την ποίηση» του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη· είκοσι συναντήσεις με διαφορετικούς ποιητές και διάφορους ποιητικούς λόγους που η ζωγραφική διαφοροποιείται αναλόγως. Και στο τέρμα των συναντήσεων υπάρχει το τελικό έργο που περιέχει και τα δύο. Και την ποίηση και τη ζωγραφική. «Βρίσκομαι συνεχώς», λέει ο ζωγράφος «σε αναχωρήσεις και στάσεις σε σχέση με την ποίηση και ακριβώς επειδή είναι μέσα στην καθημερινότητά μου, αφορά στον τρόπο που ζω, μπαίνει και μέσα στη δουλειά μου με έναν τρόπο τελείως αυτονόητο. Μου έρχεται στο νου μια στάση και ένας κύκλος που έχω ολοκληρώσει επάνω στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, άλλη μια μοναδική φωνή, η οποία, όπως κάθε πράγμα, θέλει το χρόνο της για να ωριμάσει μέσα σου. Μιλάμε για μια ποίηση που έχει την παραξενιά του μη συμβατικού λόγου, αλλά τη γοητεία του αιφνιδιαστικού παντρέματος των εικόνων με λυρική σκληρότητα και βαθύ ερωτισμό. Πρόσκληση για μια ζωή που έχει διώξει από πάνω της κάθε σύμβαση και κάθε ψεύδος»…
Η αναδρομική έκθεση του Γιάννη Ψυχοπαίδη «Ποιητικά, Η ζωγραφική συναντάει την ποίηση», με πρωτοβουλία και παραγωγή του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο αίθριο του 4ου όροφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, θα διαρκέσει έως τις 31 Ιανουαρίου 2020. Είσοδος ελεύθερη.