Art Studio Dreams

Γιώργος Σταθόπουλος, «Τα ηδονικά» της ζωής και της ζωγραφικής

Ο ζωγράφος Γιώργος Σταθόπουλος στο εργαστήριο των «Ηδονικών»

Είναι σημαδιακό ότι και τα δύο έχουν κοινή αρχή. Όλα αρχίζουν με το ενεργητικό ρήμα «ζω». Ζωή και ζωγραφική. Και το ζωντανός επίσης. Και κάθε συνάντηση με τον Γιώργο Σταθόπουλο, συνήθως γύρω από ένα στρωμένο τραπέζι, κάνουν πανηγύρι όλα αυτά τα ζωντανά και ζωτικά, η καλή ζωή και η ζωγραφική, με όλες τις ηδονές τους, τον έρωτα, την ποίηση, το φαγητό, το κρασί, το χορτασμένο με τέχνη βλέμμα. «Τα ηδονικά», βέβαια, οι ζωγραφιές της νέας έκθεσής του, ακουμπούν σε αρχαία ερωτικά επιγράμματα, αλλά κάθε συζήτηση με τον Γιώργο Σταθόπουλο, δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά, αλλά προεκτείνεται και σε όλα τα άλλα, την ποίηση, τη μουσική, τη γαστρονομία, τις μεγάλες αγάπες όπως το κρασί, και στην ίδια τη ζωγραφική. Είναι στη φύση του και στη φύση της: «Η έκφραση ενός ζωγράφου είναι η ζωή του, η φυσιογνωμία του. Είναι αυτό που έχει σπουδάσει ζώντας τη ζωή του. Δεν είναι φτιαχτό, εγκεφαλικό. Είναι βιωμένο».

Ένα από τα έργα της έκθεσης του Γιώργου Σταθόπουλου «Τα ηδονικά»

Ο έρωτας

ΤΙ ΚΑΚΟ ΠΟΥ ΠΑΘΑΜΕ ΣΑΠΦΩ
Να πεθάνω θέλω, ειλικρινά.
Κλαίγοντας εκείνη έχει φύγει,
λέγοντάς μου αυτό κι άλλα πολλά:
«Τι κακό που πάθαμε, Σαπφώ;
Να σ’ αφήσω το ’φερε η Τύχη,
δίχως να το θέλω εγώ αυτό».
Της απάντησα κι εγώ μετά:
«Στο καλό να πας, να με θυμάσαι,
ξέρεις πως σ’ αγάπησα τρελά.
Κι άμα δεν το ξέρεις, θα σου πω,
για ν’ αναπολείς εκεί που θα ’σαι,
τι ωραία που ’μασταν οι δυο.

Αυτό το απόσπασμα διάλεξε πρώτο-πρώτο να μου διαβάσει ο Γιώργος Σταθόπουλος για να με εισαγάγει στο πνεύμα της νέας έκθεσής του. Είναι από τα δεκαοκτώ «ηδονικά» τραγούδια που απέδωσε η Αγαθή Δημητρούκα, βασιζόμενη σε εικοσιτέσσερα ερωτικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας και ο ζωγράφος τόλμησε να επιχειρήσει τη δική του, όχι εξήγηση ή εικονογράφηση, αλλά παράλληλη εικαστική ανάγνωση. Προλογίζοντας την έκθεση η ποιήτρια γράφει:

«Κατά τον Σολομώντα πρώτα, κι έπειτα κατά τον Άγιο Επιφάνιο, τρία είναι τα ακατάληπτα: ίχνος αετού πετομένου, οδός όφεως επί πέτρας και τρίβος νεός ποντεπορευούσης. Βεβαίως, ούτε ο Βασιλεύς ούτε ο Άγιος υπήρξαν ζωγράφοι ώστε να καταφύγουν στην αποτύπωση των ακατάληπτων ιχνών διά της τέχνης. Κι ούτε απευθύνθηκαν στους εικαστικούς της εποχής τους, φοβούμενοι προφανώς ο πρώτος την επιστροφή στην αμαρτία κι ο δεύτερος τον πειρασμό να καταλύσει θέσφατα. Ο Σταθόπουλος, όμως, ο οποίος ουδέποτε υπήρξε Βασιλεύς ούτε και Άγιος, αλλά ζωγράφος από τα γεννοφάσκια του, δε χαμπαριάζει από κινδύνους και πειρασμούς. Εξάλλου, αρέσκεται να κινείται σε προχριστιανικούς αιώνες, ανασύροντας σύμβολα που οριοθετούν την τέχνη μέσα στον χρόνο και τη συμφιλιώνουν μ’ αυτόν».

Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΘΕΡΕΙΑΣ
Και ξαφνικά όπως φιλώ τον Ιππομένη
ευθύς η σκέψη μου στον Λέανδρο πηγαίνει•
κι όταν στα χείλη του Λεάνδρου πια κολλώ
του Ξάνθου την εικόνα φέρνω στο μυαλό•
μα κι όταν ύστερα τον Ξάνθο αγκαλιάζω
τον Ιππομένη νοσταλγώ κι αναστενάζω.
Έτσι αρνούμαι πάντα όποιον έχω
στην αγκαλιά μου και το πάθος του κατέχω•
τα χέρια μου ανοίγω άλλον να δεχτώ,
καθώς τον πλούτο της Κυθέρειας τιμώ,
μα εκείνος που τολμά να μας κατηγορήσει,
στη φτώχεια τη μονόγαμη μπορεί να ζήσει.

Ο ίδιος ο ζωγράφος λέει ότι τόλμησε να κάνει αυτή την έκθεση, γιατί πάντα υπάρχει η αγωνία της αμφισβήτησης που τρώει τον κάθε δημιουργό. Αυτό που έκανα αξίζει; Δεν αξίζει; Εκείνον τον άγγιξαν πολύ αυτά τα ποιήματα και ήταν η αφορμή να ζωγραφίσει επάνω σε αυτά. Ή πιο σωστά να γράψει με το χέρι του τα ποιήματα επάνω στις ζωγραφιές του. Οι ζωγραφιές δεν εικονογραφούν τα ποιήματα – που η δύναμή τους αποδεικνύεται από την αέναη επικαιρότητά τους χιλιάδες χρόνια μετά – αλλά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα για να τα διαβάσεις πιο αισθαντικά.

Ένα από τα έργα της έκθεσης του Γιώργου Σταθόπουλου «Τα ηδονικά»

Η ποίηση

«Έχουμε δύο ειδών ηδονές, τις σωματικές και τις πνευματικές. Τα έχουμε ανάγκη και τα δύο. Όταν παντρεύονται αυτές η δύο είναι το μεγαλείο. Η ποίηση στα λέει όλα με τη συντομία της. Και διατηρεί και την επικαιρότητά της. Πως την διατηρεί; Άκουσα πριν χρόνια στην ομήγυρη του «Φλόκα» από τον Ελύτη μια πολύ μεγάλη κουβέντα και τη θυμάμαι πάντα. Είχε πει ότι η ποίηση γίνεται από ποιητές που γράφουν για ποιητές που δεν γράφουν. Καταλαβαίνεις πόσο σπουδαίο είναι αυτό; Τι συλλαμβάνεις από ένα ποίημα; Κάτι που το περιέχεις και εσύ. Έτσι αναγνωρίζεις τι σε αγγίζει. Αν δεν το περιέχεις δεν το αισθάνεσαι και δεν το αναγνωρίζεις. Αυτό είναι συγκλονιστικό, αυτό είναι η τέχνη. Περιέχουμε κάτι από το ποίημα, από τη μουσική, από τη ζωγραφιά. Απλώς έρχεται ο δημιουργός να σου αποκαλύψει ό,τι υπάρχει καταχωνιασμένο μέσα σου. Αυτή είναι η μαγεία της τέχνης. Όταν μας αρέσει μια ζωγραφική, αν μας αρέσει, είναι γιατί αυτή η εικόνα είναι φιλική με τον εσωτερικό κόσμο μας. Δεν μας τρομάζει, δεν μας ξαφνιάζει, εννοώ δεν είναι κάτι ξένο, είναι δικό μας πράγμα. Θαυμάζουμε και αγαπάμε αυτά που περιέχουμε. Εξάλλου η τέχνη δεν υπάρχει για να σε τρομάξει, αλλά για να σε συντροφεύσει στη ζωή σου. Το μυστικό είναι αν το έργο τέχνης δίνει χαρά στον δημιουργό την ώρα που το δημιουργεί και αισθάνεται ότι έχει επιτύχει κάτι που του αρέσει, τότε να είναι σίγουρος ότι αυτό θα αρέσει και σε άλλους ανθρώπους. Όταν παιδεύεσαι να φτιάξεις κάτι και ο άλλος που θα το δει θα παιδευτεί».

Ο Γιώργος Σταθόπουλος και ο Αλέκος Φασιανός ζωγραφίζουν πιάτα μετά από ένα γεύμα στο σπίτι του Θανάση Μιχαηλίδη.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Το φαγητό

Ζήσαμε τον Γιώργο Σταθόπουλο και την ατμόσφαιρα των ηδονών της τέχνης του, συνήθως, γύρω από ένα στρωμένο τραπέζι. Κι οι συντροφιές δεν είναι απλώς για να χορτάσουμε φαγητό και ποτό, αλλά, κυρίως, επικοινωνία. Κι είναι άκρως απολαυστικές οι συντροφιές των ζωγράφων γύρω από το στρωμένο τραπέζι του συλλέκτη των ηδονών της καθημερινής ζωής Θανάση Μιχαηλίδη, έστω κι αν από εδώ και στο εξής θα καταγράφεται έντονα η απουσία του Αλέκου Φασιανού. Όμως αυτές οι συντροφιές αφορούν μόνο εμάς που έχουμε το προνόμιο να συμμετέχουμε σε αυτές; Πως διαδίδεται αυτή η ατμόσφαιρα και στους θεατές του έργου τους; Να θυμηθούμε κι εδώ, ξανά, τη ρήση του Ελύτη. Αυτοί που θα συγκινηθούν από την τέχνη των ζωγράφων είναι δικοί μας άνθρωποι, εν δυνάμει μέλη της συντροφιάς μας. Όπως συμβαίνει και στις στενές παρέες, ταιριάζουμε με ανθρώπους που καταλαβαινόμαστε, μιλούμε ίδια γλώσσα, έχουμε κοινό νου.

Ο Γιώργος Σταθόπουλος σερβίρει στη Νεμέα τη σπεσιαλιτέ του κατσικάκι στο φούρνο

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

«Η κουζίνα λένε οι παλιοί σοφοί ότι είναι η ύψιστη των τεχνών. Είναι το πλέον ισχυρό μέσον επικοινωνίας. Και μετά είναι οι καλές τέχνες. Πρώτα είναι η κουζίνα. Είδες, καλούμε τους φίλους μας για να φάμε να πιούμε ένα κρασί και να συζητήσουμε. Είναι αυτό το πιο ισχυρό μέσον επικοινωνίας. Και η τέχνη αυτό τον σκοπό έχει, οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Ο καλλιτέχνης φτιάχνει αυτά τα πράγματα επειδή έχει αγωνία να επικοινωνήσει. Και επικοινωνεί και με ανθρώπους που δεν τους γνωρίζει. Αυτή είναι η μαγεία της τέχνης. Για τον καθένα είναι κάτι ξεχωριστό».

«Η μαγειρική είναι δημιουργία πρώτ’ απ’ όλα. Είναι αυτοσχεδιασμός αλλά είναι και συνταγή. Η ελληνική κουζίνα είναι δύσκολη κουζίνα, η πιο δύσκολη στον κόσμο. Όλες οι άλλες είναι εύκολες. Το λέω γιατί ξέρω. Έχω το θράσος να λέω ότι ξέρω. Ας πούμε η ιταλική κουζίνα είναι γρήγορη κουζίνα. Όλα τα φαγητά γίνονται σε ένα τέταρτο. Δεν υπάρχει φαγητό που να θέλει τρεις ώρες. Να καθαρίσεις τα κρεμμυδάκια για να κάνεις ένα στιφάδο, τα σέλινα για να φτιάξεις χοιρινό, οι πίτες, έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα πεντακόσιες διαφορετικές πίτες, κι όχι ένα ζυμάρι και ό,τι έχουμε βάζουμε από πάνω, μια σαρδέλα. Έχουμε και τις γρήγορες που έρχεται ο άλλος από το χωράφι και θέλει να φάει αμέσως κάτι, Δούλευαν από το πρωί στο χωράφι και δεν πρόλαβε η νοικοκυρά να μαγειρέψει. Κάτσε να κάνεις ένα μουσακά, ένα παστίτσιο. Το κατσίκι είναι κορυφαίο. Το έκανα ένα βράδυ στο σπίτι και δακρύσανε».

Κατσικάκι στο φούρνο με πατάτες με τη συνταγή του ζωγράφου Γιώργου Σταθόπουλου.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

«Το κατσίκι ψήνεται στο φούρνο τέσσερις ώρες. Ξεκινάμε από τους διακόσιους βαθμούς και κατεβαίνουμε στους εκατόν ογδόντα και το γυρίζουμε στη μέση, για να ξεροψηθεί και να ροδοκοκκινίσει η πέτσα του. Χωρίς υγρά καθόλου μέσα, μόνο με το αλάτι του, και με τη προσθήκη θυμαριού και δενδρολίβανου. Ψήνεται γύρω στις δυο ώρες, και μετά γυρίζεται, μπαίνουν οι πατάτες από κάτω και σκεπάζονται με το αρνί και αφήνεται για άλλες δύο ώρες για να ξεροψηθεί η πέτσα και από την άλλη μεριά. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που δοκιμάσατε σήμερα εδώ, μεγαλείο. Πολλοί βάζουν ένα κρεμμύδι ολόκληρο μέσα στο αρνί όταν το ψήνουνε. Εγώ δεν το έχω δοκιμάσει, αλλά, λένε, ότι αυτό παίρνει τη μυρουδιά του αρνιού».

Το κρασί, ένα από τα ηδονικά του ζωγράφου Γιώργου Σταθόπουλου.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Το κρασί

Το κατσίκι το δοκιμάσαμε στη Νεμέα, στο οινοποιείο του Χρόνη Ιερόπουλου, με τα κρασιά του οποίου ο Γιώργος Σταθόπουλος έχει ιδιαίτερη σχέση, όχι μόνο γιατί τα απολαμβάνει ή έχει σχεδιάσει τις ετικέτες τους, αλλά και γιατί τα έχει βαπτίσει, όπως λόγου χάρη το «Δαίμων». Γράφαμε τότε στις τακτικές ταξιδιωτικές σελίδες μας στο ΒΗmagazino», το περιοδικό του «Βήματος της Κυριακής»: «“Δεν υπάρχει πολιτισμός χωρίς το κρασί”» λέει ο Γιώργος Σταθόπουλος στο κυριακάτικο τραπέζι που στρώθηκε στο οινοποιείο του Χρόνη Ιερόπουλου στο θείο οροπέδιο της Νεμέας. Ο ζωγράφος είναι εκτός των άλλων και ο ονοματοθέτης του «Δαίμων», αυτού του ξεχωριστού πορφυρού κρασιού από Αγιωργίτικο που ενεργεί από το κέντρο του τραπεζιού, σκορπώντας απλόχερα ευδαιμονία. Για τους αρχαίους Έλληνες ο Δαίμων ήταν η ανώτερη δύναμη, ο θεός, που μοίραζε τη μοίρα στους ανθρώπους. Δεόμαστε καλή τύχη από τον θεό και ζητούμε την εύνοια του Δαίμονος, την ευδαιμονία, η οποία κατά τον Δημόκριτο είναι υπόθεση της ψυχής και κατά τον Αριστοτέλη ενέργεια της ψυχής με βάσει τους κανόνες της τέλειας αρετής. Αυτόν τον χαρακτήρα έχει και το ταξίδι στη Νεμέα».

Αγιωργίτικος «Δαίμων» της Νεμέας με την ετικέτα του Γιώργου Σταθόπουλου.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

ιώργου Σταθόπουλου με θέμα τη Νεμέα.

Γιώργου Σταθόπουλου, Τοπίο της Νεμέας, Συλλογή Νίκου Γ. Μαστροπαύλου

Σε μια από τις επόμενες Εικαστικές Περιηγήσεις μας για το ένθετο «Πολιτισμός» του «Βήματος της Κυριακής», ο Γιώργος Σταθόπουλος μας είχε ταξιδέψει με τις ζωγραφιές και το κείμενο που δημιούργησε για το χατίρι μας στον κόσμο της Νεμέας και του κρασιού. Έγραψε τότε:

«ΝΕΜΕΑ. Ο οίνος της χοής, ο οίνος της σπονδής, ο οίνος του Διονύσου, διέβρωσε το Φλιάσιο πεδίο, ξέπλυνε χθόνια πάθη ανθρώπων και θεών και παραδόθηκε στη Νεμέα ως οίνος της Ζωής. Ισως γι’ αυτό η γη της κατοικείται εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Ισως γι’ αυτό την περπατάμε κι εμείς, οι επισκέπτες, αναζητώντας τα χνάρια του Θεού της αμπέλου μήπως γίνουμε συμπότες του. Κι ίσως γι’ αυτό στη Νεμέα τα πέλματα του χρόνου, αν και βαριά, τα νιώθουμε να ανασηκώνονται με κάθε τσούγκρισμα του ποτηριού, με κάθε “εις υγείαν”. ΝΕΜΕΑ, λοιπόν. Με το Ν της νεότητας του πνεύματος, με το Ε του έρωτα της ψυχής, με το Μ της μνήμης της θεϊκής καταγωγής, με το Ε της επανάστασης ενάντια στη φθορά και με το Α της απόλαυσης του Αγιωργίτικου, της αγίας ηδονής του άκρατου ερυθρού: ΝΕΜΕΑ».

Ο Γιώργος Σταθόπουλος στο εργαστήριό του ανάμεσα στα έργα του.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Η Τέχνη

«Μια φορά ρώτησα το ιερατείο στου “Φλόκα”. Ιερατείο λέω τον Γκάτσο, τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη, που μαζεύονταν και συζητούσαν, και δέχονταν και εμένα. Ρώτησα, λοιπόν, τον Γκάτσο γιατί υπάρχει φανατισμός και στην τέχνη; Γιατί αν μας αρέσει ένας ποιητής λέμε αυτός είναι και δεν υπάρχει άλλος: Μου είπε μια απλή κουβέντα, γιατί ο Γκάτσος μιλούσε πολύ απλά: Είναι η άγνοια. Όταν έχεις άγνοια ανακαλύπτεις κάτι και νομίζεις ότι από εκεί αρχίζει και τελειώνει ο κόσμος. Υπήρχαν, όμως, και σοφοί άνθρωποι, που ήταν η Ελλάδα. Δέκα-είκοσι άνθρωποι – ο Μόραλης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης – δημιούργησαν τη φυσιογνωμία της Ελλάδας».

«Ευτυχώς που μπορούμε να απολαμβάνουμε το έργο όλων αυτών. Ακούς ένα τραγούδι και είναι σαν να ανοίγεις ένα παράθυρο για να μπει φρέσκος αγέρας. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο πράγμα. Απολαμβάνουμε το έργο των άλλων. Επικοινωνούμε δηλαδή με τους άλλους. Τα δικά μας έργα μας βασανίζουνε. Και για να τα φτιάξουμε, και όταν τα φτιάξουμε, πάλι μας τρώει το σαράκι. Τι είναι αυτό τώρα; Είναι καλό, δεν είναι; Αξίζει τον κόπο; Των άλλων όμως τα απολαμβάνουμε. Οπότε δεν έχουμε πρόβλημα. Κάποιος μπορεί να απολαμβάνει και τα δικά μας».

Η παλέτα του Γιώργου Σταθόπουλου στο εργαστήριό του στην Αθήνα.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Η ζωγραφική

Η ζωγραφική του Γιώργου Σταθόπουλου περιγράφει με έντονα σχήματα και χρώματα τι σημαίνει για εκείνον ευδαιμονία. Στο κέντρο της υπάρχει μία ή περισσότερες απροκάλυπτα γυμνές γυναικείες φιγούρες που αποπνέουν ερωτισμό και τη χαρά της ζωής, καθώς γύρω τους περιστρέφονται τοπία, μύθοι, αρχαίοι ναοί, μουσικές, πουλιά, άνθη, πλεούμενα. Η ίδια η ζωγραφική του είναι μια μεγάλη χαρά της ζωής.
Όμως από την τωρινή ηδονική συνάντηση της ποίησης με τη ζωγραφική τι προέκυψε; Ή μάλλον τι πιστεύει ο ζωγράφος τι προέκυψε, γιατί εμείς θα έχουμε οπωσδήποτε τον δικό μας διάλογο με τα έργα του, αφού, φυσικά, υπάρχουν μέσα μας όλα αυτά τα ζωτικά χαρακτηριστικά με τα οποία καταπιάνεται.

«Θα σου πω την αλήθεια. Εντάξει, εγώ παρασύρθηκα από τα ποιήματα, ήταν μια αφορμή να κάνω μερικές ζωγραφιές. Αυτή η ποίηση δεν με έχει ανάγκη. Δεν πρόσθεσα τίποτε στην αξία της. Το αντίθετο μάλιστα. Μπορεί να είναι και ιεροσυλία αυτό που έγινε από ένα σημείο και μετά. Να μην καβαλήσουμε το καλάμι ότι αφού μπλεχτήκαμε με τους Αρχαίους πήραμε και εμείς μερίδιο δόξης τρανής. Έχω αγωνία γιατί δεν ξέρω αν οι ζωγραφιές δεν έχουν να προσθέσουν κάτι, καθώς είναι καταπληκτικά, ούτως ή άλλως, τα ποιήματα».

Εμείς που τα είδαμε αισθανθήκαμε τη ζωγραφική του Γιώργου Σταθόπουλου να απογειώνει ακόμα περισσότερο τα θαυμάσια, αυτά, ποιήματα και να τα περιβάλλει με ένα επιπλέον πέπλο αισθησιασμού, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα ανάγνωσης, που η ζωγραφική του ξέρει να κάνει με τον δικό της αναγνωρίσιμο τρόπο. Είναι αυτή μια άλλη ανάγνωση, ηδονικά εμπλουτισμένη.

«Τα ηδονικά» του Γιώργου Σταθόπουλου θα εκτίθενται έως τις 12 Μαρτίου 2022 στην αίθουσα τέχνης Contemporary Athens, Λεβέντη 1 Κολωνάκι, Αθήνα.

Διαβάστε επίσης:

Τα πιάτα έργα τέχνης και η εικαστική νοστιμιά του φαγητού