Η γαλάζια πατρίδα του Μπλε Νου
Τίνος είναι η γαλάζια πατρίδα; Δική μου! Τα χωρικά μου ύδατα, αν και ποντοπόρος, και κοσμοπολίτης. Πάντα ήταν δική μου. Από τότε που οι λέξεις «γαλάζια» και «πατρίδα» αποθεώθηκαν στη γλώσσα μου, τη γλώσσα του Ομήρου, και μετουσιώθηκαν, ως εκ θαύματος, σε έννοιες, φιλοσοφία και ιδεολογία. Που σήκωσαν κεφάλι με νόημα, πάνω από τον γραμματικό τύπο και την ηχώ τους, εκτός των περιθωρίων των λεξικών. Που δεν περιγράφουν τυπικά κάτι που θέλουμε να πούμε, αλλά αυτό που εννοούμε, αυτό που νοιώθουμε, αυτό που πιστεύουμε· και το μετουσιώνουν σε όνειρα, ιδανικά, αξίες, Ιστορία.
Όταν λαλούμε «ουρανός», δεν περιγράφουμε το άδειο στερέωμα επάνω από τα κεφάλια μας, αλλά την απογείωση και την εξύψωση του νου μας στο αχανές γαλάζιο, πιο ψηλά από τα προφανή. Κι όταν λέμε «θάλασσα», δεν σκεφτόμαστε έρημα πεδία, απρόσωπης, γλαυκής απεραντοσύνης, αλλά την ιδιαίτερη πατρίδα της καρδιάς μας, έναν τρόπο να βλέπουμε τον κόσμο, και να τον κάνουμε κόσμο μας, με τη θέληση του, μια ήρεμη όσο και απίστευτα ατίθαση και δυνατή ενέργεια και πίστη. Γιατί τα τοπία της καταγωγής μας είναι, κυρίως, θαλασσινά, και τα στέματα[1] της ζωής μας, και οι μικρές στεριές που βρήκαμε πρόσφορες για να αγκιστρώσουμε τις ρίζες μας και τις ζωές μας, είναι αλίχτυποι βράχοι, έρμαια των κυμάτων. Γιατί η γλώσσα μας είναι ο τρόπος ζωής μας.
Σαν ένα αλαβάστρινο, πολυδαίδαλο, κοχύλι, ακουμπήσαμε στο αυτί μας τα λόγια του ποιητή, για να ακούσουμε τη βοή της θάλασσας, κατ’ εικόνα και ομοίωση της γλώσσας μας, καθώς, εκείνος, συναισθάνθηκε τα σημάδια της καταγωγής μας από τα βάθη των αιώνων, για να αφουγκραστεί το μέλλον μας. «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική· (…) Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.»[2] Γιατί η γλώσσα μου είναι η γραμματική και το συντακτικό της πατρίδας μου. Η γεωγραφία της γλώσσας μου, είναι η πατρίδα μου, η καταγάλανη πατρίδα μου, που την έλεγαν και «πολυφλοίσβοιο» θάλασσα ή και «ιοειδή» – στο χρώμα του ίου, της βιολέτας – πόντο ή και «γλαυκή» θάλασσα.[3]
Κι ακόμα πιο πριν. Επίμονοι ερευνητές – όπως η Άλις Κόπερ και στη συνέχεια ο Μάικλ Βέντρις – κοίταξαν επίμονα τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄, που ψήθηκαν και στερεώθηκαν μέσα στην πυρκαγιά του ανακτόρου της Κνωσού, κατάφεραν να αποκρυπτογραφήσουν τα «Scripta Minoa», και ένοιωσαν τη λάμψη της ανακάλυψης: Στη θάλασσά μας, το Αιγαίο, τριανταπέντε αιώνες πριν από σήμερα, ο κόσμος μιλούσε ελληνικά. Οι προπάπποι μου οι Μινωίτες, άρχισαν να χαράζουν με το ποδόσταμο των καραβιών τους τα όρια της γαλάζιας πατρίδας μας, επάνω στον χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου Θαλάσσης, γιατί τις θαλασσινές επικράτειες τις δημιουργούν τα πλοία και τα ταξίδια. Όπως έκαναν πάντα, οι νησιώτες, έλυναν τους κάβους των καραβιών τους από το λιμάνι μπροστά από το ανάκτορο της Ζάκρου και πηδούσαν μέσα στο ριψοκίνδυνο ταξίδι, με ούριο το μελτέμι, που φυσούσε από τότε σε τούτα τα πελάγη, και κωπηλατούσαν προς το αινιγματικό βουνό που αχνοσχεδιάζονταν στη γραμμή του ορίζοντα, πανίσχυρη πρόκληση για ταξίδι.
Δεν μας είπαν ποτέ γιατί μπήκαν στα βάσανα της θάλασσας. Ίσως για να ανακαλύψουν καινούργια υλικά, ίσως για να μεγαλώσουν τον κόσμο τους, να διευρύνουν τα χωρικά τους ύδατα σε περισσότερα μίλια – σε πολύ περισσότερα μίλια – ίσως για τη λύση και μόνο του αινίγματος, ίσως, απλώς, για τη χαρά και τη χάρη του ταξιδιού. Δεν μας τα είπαν ποτέ όλα αυτά, αλλά μας τα παράγγειλαν – σαν ευχή και κατάρα – χαράζοντάς τα στα χρωμοσώματά μας. Και μας ακολουθούν, ανεξίτηλο σημάδι της δωρεάς τους. Γιατί είναι ατομική κοσμογονία, έως και θεογονία, να έχεις ρίζες στα πιο εξέχοντα σημεία του χάρτη της ρότας τους. Τις δύο μεγαλονήσους της Ανατολικής Μεσογείου, την Κρήτη και την Κύπρο, και μια μικρόνησο, την Κάσο.
Κι όταν, εκεί στο νότο της μικρονήσου, η δοξαρωτή πλώρη του πελαγόδρομου[4] μινωικού καραβιού ακουμπούσε ειρηνικά τα γυαλιστερά βότσαλα – προπλάσματα των κυκλαδικών ειδωλίων, που δεν έπαψαν ποτέ να εκπλήσσουν και να συγκινούν εξέχουσες μορφές της Τέχνης του μεταφυσικού, αυτά τα τόσο φυσικά – το πρώτο βήμα του αρχέγονου ευρωπαϊκού πολιτισμού στο ταξίδι του προς Ανατολάς, είχε ολοκληρωθεί. Κι έμεινε στα χρωμοσώματα αυτού του πολιτισμού – άλλοτε στον πυρήνα και άλλοτε στην επιφάνεια – το ειρηνικό άγγιγμα στην ακρογιαλιά της Χελάτρου[5], ο αλγόριθμος του πελάγους, που δεν λειτουργεί, αλλά πάλλεται.
Η έξοδος στον κόσμο του πρώτου ευρωπαϊκού πολιτισμού ήταν ταξίδι, θαλασσινή και αβίαστη, καθόλου ληστρική, χωρίς τη δύναμη των όπλων, οπλισμένη μόνο με δίψα και αγάπη για την πρόοδο, που πάει να πει για τη ζωή. Κι από τότε η Ανατολή, έγινε καθ ημάς Ανατολή. Κι από τότε, σε αυτή τη ρότα των «πολύσκαρμων»[6] καραβιών – Κρήτη, Κάσο, Κάρπαθο, Χάλκη, Ρόδο, ακτές της Ιωνίας, της Καρίας, της Λυκίας, της Κύπρου, της Φοινίκης, μέχρι το Δέλτα του Νείλου – οι γοργόνες ρωτούν τους καπεταναίους αν ζει ο βασιλιάς Μίνωας, για να επιβεβαιώσουν ότι η ηθική και το πνεύμα της θαλασσοκρατορίας του ζει και βασιλεύει στη θάλασσά μας, την Ανατολική Μεσόγειο, και στο λίκνο μας, το Αιγαίο, το αρχιπέλαγος των Μικρών Πατρίδων μας.
Η θάλασσα είναι αυτού που την ταξιδεύει. Κι οι άνθρωποι της θάλασσάς μας, του Αιγαίου, εφηύραν τα ταξίδια. Πριν, ακόμη, πιάσουν το αξινούρι του γεωργού ή το ραβδί του ποιμένα, άδραξαν το κουπί και το βύθισαν παράτολμα, με παροιμιώδη αποφασιστικότητα στην «πλατύδρομη θάλασσα»[7], έντεκα χιλιετίες πριν από σήμερα. Τα «θαλασσόπλαγκτα λινόπτερα ναυτίλων οχήματα» [8] δεν έπαψαν ποτέ να ανοίγουν με τα πρωτόγονα πλεούμενά τους διαύλους προς την ανοιχτή θάλασσα για να κυλήσει το μέλλον, έχοντας τα μάτια τους καρφωμένα στις γραμμές των οριζόντων για να φανεί το νησί της Μήλου και να τους χαρίσει τα δώρα του ηφαιστείου.[9] Αυτή την παράδοση δεν μπορείς να την κατακτήσεις με τη βία. Πρέπει να τη ζεις. Να έχει εγγραφεί στα χρωμοσώματά σου, αργά και βασανιστικά, η πανάρχαια μοίρα της θάλασσας, τόσο βαθειά που – πράγμα εντελώς παράδοξο – να μην μπορείς να ξεφύγεις από αυτήν, ακόμη και αν το ήθελες.
Ακόμη είταν ετούτο:
– ως εδώ η πρώτη απόφαση –
να διηγούμαστε τώρα από την άκρη αυτή της γης
κείνο το πρωινό στο νησί μας,
δεν το ξεχάσαμε, κι είν’ αφορμή
σ’ αυτό πάνω νάμαστε το καράβι.
Κι εμείς στέλνουμε γράμματα από ξενιτειά
κ’ εμάς βαρειά κι’ ασήκωτη η ζωή,
– του αγώνα και της εγκαρτέρησης
στην αρχαία μοίρα της θάλασσας –[10]
Οι ποιητές μας κρατούν ξύπνιους, ακόμη και τις ώρες του πιο γλυκού ύπνου, τη βαθειά αυγή. Ανατρέχουμε τόσο συχνά στον παππού Όμηρο, όσο καταφεύγουμε στη μνήμη του πατέρα μας. Τόση συγγένεια, ενσυναίσθηση, οικειότητα, ποιότητα και ποσότητα εμπεριέχει αυτή η αέναη, συναισθηματική και ιδεολογική, επικοινωνία. Και οι δυο τους, με διαφορά μερικών χιλιετιών, αποκαλούν τις Μικρές Πατρίδες μας με το ίδιο όνομα:
Τληπόλεμος δ᾽ Ἡρακλεΐδης ἠΰς τε μέγας τε
ἐκ Ῥόδου ἐννέα νῆας ἄγεν Ῥοδίων ἀγερώχων,
οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο διὰ τρίχα κοσμηθέντες,
Λίνδον Ἰηλυσόν τε καὶ ἀργινόεντα Κάμειρον.
(…)
Νιρεὺς αὖ Σύμηθεν ἄγε τρεῖς νῆας ἐΐσας,
Νιρεὺς Ἀγλαΐης υἱὸς Χαρόποιό τ᾽ ἄνακτος,
Νιρεύς, ὃς κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλεΐωνα·
ἀλλ᾽ ἀλαπαδνὸς ἔην, παῦρος δέ οἱ εἵπετο λαός.
Οἳ δ᾽ ἄρα Νίσυρόν τ᾽ εἶχον Κράπαθόν τε Κάσον τε
καὶ Κῶν Εὐρυπύλοιο πόλιν νήσους τε Καλύδνας,
τῶν αὖ Φείδιππός τε καὶ Ἄντιφος ἡγησάσθην,
Θεσσαλοῦ υἷε δύω Ἡρακλεΐδαο ἄνακτος·
τοῖς δὲ τριήκοντα γλαφυραὶ νέες ἐστιχόωντο.
Και ο Τληπόλεμος τρανός και ωραίος Ηρακλείδης
εννέα πρύμνες έφερνε Ροδίων περηφάνων
που εις τρεις μοιράσαν το νησί της Ρόδου χώρες όλο
της Λίνδου, της Ιαλισού και της λευκής Καμείρου˙
(…)
Από την Σύμην ο Νιρεύς καράβια φέρνει τρία,
της Αγλαΐας ο Νιρεύς και του Χαρόπου αγόρι,
οπού στο κάλλος, ο Νιρεύς, αν έλειπε ο Πηλείδης,
θα επρώτευε των Δαναών όσ᾽ ήλθαν εις την Τροίαν·
αλλά ήταν απόλεμος και ολίγους είχεν άνδρες.
Τους άνδρες απ᾽ την Νίσυρον, την Κάρπαθον, την Κάσον,
και απ᾽ τες Καλύδνες και απ᾽ την Κων την πόλιν του Ευρυπύλου
εδιοικούσε ο Άντιφος και ο Φείδιππος, βλαστάρια
του βασιλέως Θεσσαλού του γόνου του Ηρακλέους·
κι είχαν τριάντα βαθουλά κατόπι τους καράβια.[11]
Εμείς δεν κατακτήσαμε την γαλάζια πατρίδα μας. Εκείνη μας κατέκτησε. Το ταξίδι είναι ιδεολογία και τρόπος ζωής, αυτά μας εκπαίδευσαν σε αυτό που είμαστε, αυτά έκαναν τα περίκλειστα από τον μέλανα πόντο όρια των μικρόκοσμών μας απέραντα και επέκτειναν τα χωρικά μας ύδατα στους πέντε ωκεανούς. Σκεφτείτε τον Οδυσσέα. Πολλών ανθρώπων είδε άστεα και γνώρισε τον τρόπο σκέψης τους ως καλοδεχούμενος φιλοξενούμενος. Και γύρισε στην πατρίδα του με βάσανα και κόπους, στο δικό του βιος, με δώρα πολύτιμα, πλούσιος με αγαθά υλικά και πνευματικά. Αυτές ήταν οι κατακτήσεις, κυρίως του νου του: «Τον άντρα , Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου, που πλήθος / διάβηκε τόπους, αφού πάτησε της Τροίας το κάστρο το άγιο / και πολιτείες πολλές εγνώρισε, πολλές βουλές ανθρώπων».[12] Κύλησαν χιλιετηρίδες, με μια Ιθάκη στο νου. Δεν ξεχάσαμε ποτέ και το έχουμε προς είδησή μας:
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ΄ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτεις ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.[13]
Από τότε έχουμε επάνω μας φυλαχτό το τίμιο ξύλο των καραβιών. Πλοίο, ταξίδι, σημαίνει βλέπω καινούργιες εικόνες του κόσμου, που αλλάζουν το βλέμμα μου και εμένα. Ναι, δεν λέω ότι τα ταξίδια δεν αντάμειβαν πλουσιοπάροχα και με υλικά αγαθά αυτούς που έμπαιναν στα βάσανα της θαλάσσης. Αλλά δεν μπορεί να χωρέσει ο νους μου ότι οι άνθρωποι ενός μικρού νησιού, στην άκρη του Αιγαίου, χωρίς να διαθέτουν ούτε μια μικρή αγκάλη για να τα εξασφαλίσουν ή ικανό χώρο στην ακρογιαλιά για να στήσουν τα παλάτια[14] τους, σκάρωσαν τόσα καράβια και όργωσαν με αυτά του κόσμου τις θάλασσες, μόνο και μόνο για να επιβιώσουν και, ίσως, να πλουτίσουν. Ήθελαν, κυρίως, να ζήσουν απεριόριστα, με ορθάνοιχτους ορίζοντες.
Ξεκινήσαμε με μια απεραντοσύνη και ένα γαλαζόπλωρο καράβι στο νου. Τα ταξίδια και οι ανταλλαγές, και όχι οι κατακτήσεις, δημιούργησαν τον πολιτισμό μας, την πεμπτουσία του Δυτικού πολιτισμού. Από την Εγγύς Ανατολή ανέτειλε το μέγα μυστήριο της φιλοσοφίας, το πιο μεγάλο από τα μεγάλα θαύματα της αρχαίας ελληνικής διάνοιας. Το άλμα από το μύθο στη νόηση, έγινε στη Μίλητο της Μικράς Ασίας, από τον πρώτο των φιλοσόφων, κατά τη ρήση του μύστη Αριστοτέλη, σοφό Θαλλή, γιατί η πόλη ήταν αποικία ανοιχτών, νέων, οριζόντων – που σημαίνει απελευθερωμένη από τις παγιωμένες, συντηρητικές λόγω εμπειρίας, δεσμεύσεις της μητρόπολης – δεκτική των κατακτήσεων των προηγμένων μεγάλων πολιτισμών της Μεσοποταμίας και της Άπω Ανατολής, που ευημερούσε από τα ταξίδια του Κερδώου Ερμή. Γιατί, βλέπετε, τα ταξίδια δεν μετουσιώνονται μόνο σε υλικά αγαθά, απολαύσεις των αισθήσεων, αλλά και σε σκέψεις, και ιδέες, σε ευδαιμονία του νου· και σε ευτυχία.
Έτσι τους βρήκαν οι ορδές των ανθρώπων των Στεπών, που ενέσκηψαν στην όχθη του Αιγαίου, της Άσπρης Θάλασσας, όπως την ονόμασαν εξαιτίας της μονοτονίας της γενέθλιας ματιάς τους και του ασυμβίβαστου με το εξωτικό γαλάζιο. Να χορεύουν επάνω στα πατρογονικά κύματα. Και τους πήραν με το καλό για να τους συνδράμουν να μπαρκάρουν στον παντελώς ανοίκειο και ξένο, για τους εισβολείς, μικρό-μεγάλο κόσμο τους. Γιατί, γι αυτούς, η κρίσιμη μάζα, δεν ήταν ποτέ το μέγεθος και η αγριότητα των ορδών. Δεν υπήρχε, καν, η έννοια της μάζας, αλλά της κοινότητας ξεχωριστών προσωπικοτήτων. Φανταστείτε την ιδεολογία ενός δόκιμου ναυτόπαιδα σε ένα καράβι που ταξιδεύει στη φουρτούνα και του στρατιώτη μιας ορδής των Στεπών – έστω και Χρυσής – που επιτίθεται. Είναι ανάγκη, για να τραβερσάρει ο καπετάνιος το καράβι επάνω στον καιρό, για να μην το μπατάρει και χαθεί αύτανδρο, να σκαρφαλώσει ο ναυτόπαις στη σταύρωση του πλωριού καταρτιού, καθώς κλυδωνίζεται τρελά, για να ξεμπλέξει το άρμενο, να κατέβει το πανί και να επιτύχει η σωτήρια μανούβρα. Σε αυτό το ριψοκίνδυνο ταξίδι είναι αναντικατάστατος μέσα στο καράβι, αλλά και στην καρδιά και στη ζωή της μητέρας του, που τον περιμένει, και εκείνος λαχταρά, να γυρίσει. Γιατί το ταξίδι καταντά άσκοπη περιπλάνηση, αν δεν επιστρέψεις στο λιμάνι. Ο στρατιώτης της ορδής είναι αναλώσιμος. Η δύναμή της είναι η ορμή του πλήθους και η δυνατότητα να αντικαθιστά με οποιοδήποτε άλλον αυτόν που πέφτει, για να μην «χωρίσει ο τόπος του»[15] στο μέτωπο.
Κι η πιο μεγάλη αρμάδα δεν μπορεί να πλησιάσει την εξουσία επάνω στον μικρόκοσμό του, που απολαμβάνει ο καπετάν Νικόλας, όταν κρατά με σιγουριά και αποφασιστικότητα το δοιάκι και κατευθύνει τη βάρκα του προς το Στρογγύλι, ακολουθώντας τα θαλασσινά σημάδια, για να ποντίσει τα δίχτυα του αποστατού. Ο μαστρο-Μιχάλης, ένας από τους τελευταίους συνομιλητές και μαΐστορες των θαλασσόξυλων στο Αιγαίο, το είπε αλλιώς: «Αν δεν υπήρχαν οι καραβομαραγκοί δεν θα υπήρχε ανθρωπότης».[16]
Το γαλάζιο δεν είναι, απλώς, η απόχρωση της θάλασσάς μας, αλλά το χρώμα της ιδεολογίας μας. Γιατί, για εμάς, πατρίδα είναι, κατ’ αρχήν, η καταγωγή της ιδεολογίας μας. Για πολλούς αιώνες, μάλιστα, δεν είχαμε καν οριοθετημένο χώρο για να την απλώσουμε, και άνθιζε σε όποιο σημείο του κόσμου κι αν στεκόμασταν. Όπου γης, πατρίς. Είναι τρόπος σκέψης και ζωής. Είναι ο Μπλε Νους. Είναι η αιώνια άσκηση ηρεμίας, αποφασιστικότητας, ονειροπόλησης, τόλμης, σύνεσης, απεραντοσύνης, νεοτερικότητας, ανεκτικότητας, ενσυναίσθησης, αυτάρκειας, στερήσεων, πληρότητας, απέναντι στη θάλασσα, δίπλα στη θάλασσα, μέσα στη θάλασσα, επάνω στη θάλασσα.
Γιατί, ακόμη κι αν αρπάξεις και εξανδραποδίσεις με τη βία τη γαλάζια πατρίδα, δεν μπορείς να κατακτήσεις τη γαλάζια σκέψη, τον Μπλε Νου. Πρέπει να τον έχεις. Και, ακούω, ότι στην τουρκική γλώσσα δεν υπάρχει το ρήμα έχω. Δεν ξέρω, αλλά, φαντάζομαι ότι το αρπάζω ή το κατέχω, θα υπάρχει σίγουρα. Το είδαμε και το νοιώσαμε στις μέρες μας στην τρίτη Μικρή Πατρίδα μου, την Κύπρο τη θαλασσοφίλητη[17]. Αλλά και οι άλλες δυο Μικρές Πατρίδες μου, κακόπαθαν από τους ανθρώπους που κατάγονται από τη λευκή Στέπα, και έζησαν Ολοκαυτώματα, και η μεγαλόνησος Κρήτη και η μικρόνησος Κάσος. Όλα τάματα και τιμήματα ελευθερίας. Γιατί η γαλάζια πατρίδα και ο Μπλε Νους, είναι πριν απ’ όλα ελευθερία. Πάνω απ’ όλα ελευθερία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Στέμα είναι ο βολικός βράχος επάνω στον οποίο μπορεί να σταθεί ο ψαράς και να ρίξει το αγκίστρι του στα πολλά υποσχόμενα, για μια καλή ψαριά, νερά.
[2] Οδυσσέας Ελύτης, «Τα Πάθη, Β’», από Το Άξιον Εστί.
[3] Πολυφλοίσβοιος ή ιοειδής, μαζί με το οίνοψ πόντος, είναι επίθετα που ο Όμηρος περιγράφει και χρωματίζει την ανοιχτή θάλασσα, την ώρα της ανησυχίας ή του ηλιοβασιλέματος. Μία φορά στον Όμηρο απαντάται και η γλαυκή θάλασσα, «οὐδὲ Θέτις μήτηρ· γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα» (Ιλιάδα, Π΄ 34).
[4] Ομήρου, Ιλιάδα, Η΄, 229, μτφρ: Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή: Τούτος μακριά στα πελαγόδρομα, δοξαρωτά καράβια / κάθεται αργός, τι του Αγαμέμνονα κρατάει θυμό του Ρήγα.
[5] Η Χέλατρος είναι θαλασσινή αγκάλη και παραλία στην πίσω, νότια, πλευρά της Κάσου, όπου η επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα εντόπισε ίχνη τριών μινωικών οικισμών.
[6] Ομήρου, Ιλιάδα, Η΄, 87, μτφρ: Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή: Κι ένας θα πει από τους μελλούμενους θνητούς, ως ταξιδεύει / με το πολύσκαρμο καράβι του στο πέλαο το κρασάτο. Σκαρμός είναι το κυλινδρικό ξύλο το οποίο εφαρμόζει σε υποδοχές στην κουπαστή για να δεθεί με την μπαρούμα επάνω του το κουπί, με ως ένα σημείο ελεύθερη την κίνησή του. Κατ’ επέκταση πολύσκαρμο καράβι σημαίνει με πολλά κουπιά.
[7] Ομήρου, Ιλιάδα, Ο΄, 381, μτφρ: Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή: Πως στην πλατύδρομη τη θάλασσα τρανό χιμάει το κύμα / την κουπαστή καβαλικεύοντας του καραβιού, ως το σπρώχνει / του ανέμου η φόρα, που τα κύματα ψηλά σηκώνει ολόρθα·
[8] Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης, 467-468, μτφρ: Ι. Ν. Γρυπάρης: «Θαλασσόπλαγκτα δ᾽ οὔτις ἄλλος ἀντ᾽ ἐμοῦ /λινόπτερ᾽ ηὗρε ναυτίλων ὀχήματα (και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκεν άλλος / πάρεξ εγώ λινόφτερα του ναύτη αμάξια)».
[9] Ο οψιανός της Μήλου είναι η Λυδία λίθος της αρχαιολογίας. Η στερεοποιημένη λάβα του ηφαιστείου, με αυτή τη σύσταση, δεν υπάρχει πουθενά αλλού στο Αιγαίο, εκτός από αυτή την άκρη των Κυκλάδων νήσων. Είναι κάτι σαν δακτυλικό αποτύπωμα της Μήλου. Οι άνθρωποι της Νεολιθικής εποχής το χρησιμοποιούσαν για να κατασκευάσουν κοφτερά και αιχμηρά ανθεκτικά εργαλεία. Στο σπήλαιο Φράχθι της Αργολίδας, στα στρώματα της δέκατης χιλιετίας πριν από σήμερα, βρέθηκαν λεπίδες οψιανού, που σημαίνει ότι οι άνθρωποι εκείνης της εποχής ταξίδευαν με τα πρωτόγονα πλεούμενα τους προς τη Μήλο ή από τη Μήλο για να μεταφέρουν στην ηπειρωτική Ελλάδα το πολύτιμο πέτρωμα.
[10] Δ. Ι. Αντωνίου, Ινδίες, Ίκαρος 1967. Ο καπετάνιος -ποιητής αναφέρεται στην καταγωγή του από την ποντοπόρα Κάσο.
[11] Ομήρου, Ιλιάδα, Β΄ (Νεών Κατάλογος), 653-656 και 671-680, μτφρ: Ι. Πολυλάς.
[12] Ομήρου, Οδύσσεια, , Α΄1-3, μτφρ: Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή: «Άνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ / πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν· / πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω».
[13] Καβάφη, Κ. Π., «Ιθάκη», από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1958.
[14] Παλάτι αποκαλούσαν την κατάλληλη θέση στο καρνάγιο, επάνω στην οποία οι καραβομαραγκοί έκτιζαν τα ιστιοφόρα.
[15] Το έλεγε η γιαγιά μου όταν έλειπε κάποιος και γινόταν αισθητή η απουσία του: «Χωρίζει ο τόπος του».
[16] Συνέντευξη στην Μαργαρίτα Πουρνάρα στην εφημερίδα «Καθημερινή».
[17] Γιώργος Σεφέρης, «Ελένη», από το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’: «Δακρυσμένο πουλί, / στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη / που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα (…)».