Art Studio Dreams

«Μπρος τα κουπιά… σία το ζερβί… σιμά… άνοι(γ)ε»…

Κουπάδες στο Συμιακό Γιαλό της Κάσου

Η γιαγιά μου η Καλλιόπη σχολίαζε αποτρεπτικά το πάθος μου για το ψάρεμα με την παροιμία, «του πουλολού και του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές ειν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο», αλλά εγώ πετούσα στα επτά πελάγη όταν με έπαιρναν μαζί τους στο ψάρεμα. Δεν μου άρεσε, όμως, καθόλου, το βάσανο των κουπιών. Όποιοι έχουν κωπηλατήσει στο Καρπάθιο πέλαγος, ειδικά όταν έχει και λίγο θαλασσάκι, ξέρουν γιατί μιλώ. Για τους ανθρώπους που ήσαν σκληραγωγημένοι να κρατούν σφιχτά την «όχερη» του αλετριού, την αξίνη, την τσάπα, το φτυάρι, ήταν μια δουλειά που έπρεπε να γίνει, απαραίτητη για την επιτυχή έκβαση του ψαρέματος. Για εμένα, όμως, που τα δάκτυλά μου άγγιζαν μόνο τα πλήκτρα της γραφομηχανής, εκείνη την εποχή, και το πληκτρολόγιο αργότερα, ήταν δοκιμασία, που, όμως, δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να αποφύγω. Τα «αμπελοφυλλένια» χέρια μου – που είχαν να πιάσουν κουπί από το προηγούμενο καλοκαίρι – δεν άρπαζαν με τη δέουσα αποφασιστικότητα το χοντροπελεκημένο, σκληρό, ξύλο, που τα φιλοδωρούσε με επώδυνες φουσκάλες, ούτε οι «σκαρμοί» δέχονταν, μέσω της «παρούμας», τη δύναμη που χρειάζεται για να αντισταθείς στη θάλασσα. Αλλά, εγώ, έκρυβα τον πόνο και έβαζα τα δυνατά μου για να ξεπεράσω την αμάθειά μου και να ανταποκριθώ στο ρόλο μου, για να είμαι απαραίτητος μέσα στη βάρκα και όχι απλός θεατής.

«Που “ξανείς” Νικόλα; “Εξορίσαμε”. Σιμά στο παραγά(δ)ι. Σία το ζερβί, “έλιο” το δεξί. Άνοι(γ)ε την πλώρη», φώναζε ο Μανόλης, προσπαθώντας να φέρει το παραγάδι σε ορθόδοξη θέση «λεβαρίσματος», με έναν ατζαμή κουπά για βασικό συνεργάτη. Οι έμπειροι κουπάδες, δεν είχαν την ανάγκη να ακούσουν αυτά τα παραγγέλματα, για να τα εκτελέσουν. Τα προέβλεπαν. Μόνο αν δεν έβλεπαν προς τα πού πάει η μάνα του παραγαδιού, άκουγαν τις οδηγίες αυτού που ελέβερνε. Είχε καθοριστική σημασία για την επιτυχή έκβαση του ψαρέματος ο επιδέξιος κουπάς, ακόμη και τώρα, που τα σκάφη έχουν δυνατές μηχανές. Γιατί, μπορεί τώρα να μη χρειάζεται να λάμνεις για να φτάσεις στα «σημάδια» που θα ψαρέψεις, αλλά, όλο το ψάρεμα γίνεται με τα κουπιά• τουλάχιστον αυτό που ξέρω εγώ στο νησί με τις ανοιχτές, ανήσυχες, θάλασσες.

Το ψάρεμα ξεκινούσε με τα κουπιά στο ώμο, τα παραγάδια και τα άλλα αλιευτικά εργαλεία, από τον «μαγαζέ» που τα φύλαγαν και την τακτοποίησή τους στη «φουρκαδέλα» της βάρκας. Α, και το «αθερινόδιχτο» κάτω από την «κουβέρτα» της πλώρης. Ουσιαστικά από αυτό άρχιζε το ψάρεμα και το βάσανο των κουπιών. Από την εξασφάλιση του δολώματος για ημερήσια καλάδα. Για το νυχτερινό δόλωναν «ασπρόλωμα» – σουπιά, καλαμάρι ή χταπόδι – αλλά για το ημερήσιο ο «αθερινός» ήταν το απόλυτο. Αν δεν έπιαναν, γύριζαν πίσω. Κι αν υπολειπόταν για να δολώσουν παραγάδια, πήγαιναν μόνο στην «καθετή». Ο κουπάς έφερνε ήρεμα, χωρίς να χτυπά τα κουπιά, στο βάθος της λογκάδας, που ήξεραν ότι έκανε αθερινό, και ο ψαράς που παρακολουθούσε μέσα από το «ρόμπο», έβλεπε αν ήταν μέσα το κοπάδι του «λιβαΐτη» ή του «κεφαλά». Αν η τύχη τους χαμογελούσε, έκανε νόημα στον κουπά να κάνει ήρεμα «σία» και μετά πίσω, για να «ζώσει» ο ψαράς τον αθερινό με το δίχτυ. Όταν η παγίδα είχε στηθεί, ο ψαράς άρχιζε να πετά το «μαζάρι» δεμένο σε σχοινί και ο κουπάς να χτυπά τα κουπιά, για να τρομάξουν τα ψαράκια και να πέσουν στα μικρά «μάτια»-βρόχια του διχτυού.

Όσο ταξίδευαν για τα «σημάδια» ξεψάριζαν το δίχτυ, έκοβαν σε δύο ή τρία δολώματα τα μικροσκοπικά ψαράκια και με αυτά δόλωναν τα παραγάδια. Θαύμαζα το Λιο του Πανανού, που γέμιζε τη χούφτα του ενός χεριού του με δολώματα, και με ταχυδακτυλουργικό τρόπο έφερνε ένα-ένα στα δυο του δάκτυλα και δόλωνε το αγκίστρι που κρατούσε με το άλλο. Αλλά η επιδεξιότητα του ψαρά δεν ήταν το πιο σπουδαίο προσόν του, αλλά η γνώση των σημαδιών του καιρού και των ψαρότοπων. Αν, όμως, τα σημάδια του καιρού είναι κατακτήσεις της συλλογικής εμπειρίας που εύκολα μεταβιβάζεται, τα σημάδια που ορίζουν τους πλούσιους ψαρότοπους είναι μυστικό πλεονέκτημα. Σε εποχές που δεν χρησιμοποιούσαν βυθόμετρο, ήταν καθοριστικό να πέσουν τα παραγάδια επάνω σε έναν «πάγκο» που κρατά πολλά ψάρια, ενώ, λίγο αν ξεφύγει, γύρω από την υποθαλάσσια ξέρα χάσκει η άβυσσος και τα μαζάρια μαζί με το παραγάδι να μην πατώσουν και να ανέβουν όπως τα έριξαν. Όσο ρίχνουν τα παραγάδια, ο κουπάς ή ο αντικαταστάτης του, έχουν το νου τους να κρατούν τη βάρκα επάνω στα σημάδια. Αλλά και αυτός που ρίχνει το παραγάδι σηκώνει τακτικά το κεφάλι και κοιτάζει γύρω του, κατά τις στεριές, για να επιβεβαιώσει τη σωστή πορεία.

Ειδικά τα σημάδια της καθετής απαιτούσαν μεγαλύτερη ακρίβεια. Εφέτος το καλοκαίρι που συνάντησα τον Μπέπη, τον ρώτησα αν θυμάται τα σημάδια, που οι πατεράδες μας – ο Παπάς του Ντελή και ο Γιώργης, που είχαν μαζί τη βάρκα «Ευδοκία» και πήγαιναν με αυτή για ψάρεμα – έπιαναν τους μεγάλους χάνους και τα λυθρίνια ανοιχτά της Χράμπας. Με πήραν κι εμένα μια φορά μαζί τους εκεί και θυμόμουν τα τρία από τα πέντε σημάδια. Η «Ευδοκία» με την πλώρη στη μύτη του Κάστελου της Καρπάθου, ταξίδευε προς το Μπογάζι, μέχρι να φανεί η «κουμούλα» του μητάτου του Ανεστάση, πίσω από την μπροστινή ράχη της Ακτής. Η ακρίβεια των σημαδιών απαιτεί τον συνδυασμό άλλων δύο σημείων, που, μάλλον ήταν αυτά που θυμήθηκε ο Μπέπης: να «ανοίξει» η άκρη του νησιού της Σέλης, πίσω από το μεγαλύτερο νησί που την έκρυβε, το Στρογγύλι. Δεν είχα μπλοκάκι, τότε, να σημειώνω, ούτε, φυσικά, αποτύπωνα τα πάντα σε φωτογραφίες. Μου αρκούσε που έπλεα σε αυτό το πέλαγος της ευτυχίας μου, καθώς, ο Παπάς του Ντελή κρατούσε τη βάρκα με τα κουπιά επάνω στα σημάδια, κι εγώ μπορούσα να αφήσω τη δολωμένη με αθερινό από τον πατέρα μου καθετή με το βαρύ μολύβι να ξετυλίγεται μέχρι τα βάθη δεκάδων οργιών και να πατώσει στα ενδιαιτήματα των μεγάλων χάνων. Δεν ένοιωθα «τσίμπημα», παρά μόνον βαριά την καθετή μου. Την ανέβαζα με τέχνη για να μην μπερδευτεί τόση πετονιά – είχα εκπαιδευτεί στο σπίτι γιατί όλο με σύνεργα ψαρικής ασχολούμουν – φορτωμένη χάνους, δολώναμε ξανά, την κατέβαζα και την ανέβαζα. Εν τω μεταξύ άρχισαν να ψαρεύουν εναλλάξ και οι εμπειρότεροι ψαράδες και σύντομα το «γυαλί» γέμισε χάνους και λυθρίνια.

Από την αυγή εκείνης της ημέρας ο Παπάς του Ντελή κρατούσε τα κουπιά, στο πιο απαιτητικό για τον κουπά ψάρεμα των σκάρων. Αρχίσαμε το ψάρεμα ρίβα-ρίβα, λίγο πιο έξω από τον Εμπορειό, κάτω από τον Αι Γιάννη, και φτάσαμε μέχρι της Μαρίας τον Αρό. Ο πατέρας μου μέσα στο ρόμπο σάρωνε το βυθό με το γυαλί και όταν έβλεπε σκάρους ζητούσε από τον κουπά να κατευθύνει τη βάρκα στο κατάλληλο σημείο, ώστε να πέσει το δολωμένο αγκίστρι με τη βοήθεια του καλαμιού, προκλητικό, μπροστά στο σκάρο. Τα παραγγέλματα ήσαν απανωτά: άνοιξε, σία το από πέρα, σιμά πήγαινε, αλαφρά τα κουπιά σου, σία πίσω, πιο σιμά πή(γ)αινε…

Το γλωσσάρι των ακρών του Αιγαίου

Αθερινόδιχτο: Κοντό δίχτυ με μικρά «μάτια» για να μπορούν να πιαστούν μικρά ψαράκια.
Αμπελοφυλλένια: Λεπτά, μαλακά και εύθραυστα όπως τα τρυφερά φύλλα του αμπελιού.
Άνοι(γ)ε: Απομάκρυνε.
Γυαλί: Βασικό σύνεργο του ψαρά με το οποίο παρατηρεί το βυθό. Τενεκεδένιο, κυλινδρικό, σκεύος, που στον πάτο του έχει προσαρμοστεί χοντρό γυαλί.
Έλιο: Λίγο.
Εξορίσαμε: Απομακρυνθήκαμε.
Κουμούλα: Το επιχρισμένο με γύψο γείσο γύρω από το δώμα του μητάτου, του μικρού κτίσματος που τυροκομούν οι βοσκοί.
Λεβάρω: Ανεβάζω.
Μαγαζές: Η αποθήκη των εργαλείων της ψαρικής και της εξάρτισης της βάρκας.
Μαζάρι: Βότσαλο που χρησιμοποιείται ως βαρίδι στις άκρες του παραγαδιού για να το ποντίσει μέχρι το βυθό.
Μπογάζι: Το όνομα του περάσματος μεταξύ των κάβων Κάστελος της Καρπάθου και Ακτής της Κάσου.
Όχερη: Η λαβή του ξύλινου άροτρου.
Παρούμα: Το σχοινάκι που κρατά το κουπί δεμένο στον σκαρμό.
Σκαρμός: Το κυλινδρικό ξύλο επάνω στο οποίο εφαρμόζουν τα κουπιά με σύνδεσμο τη παρούμα. Λέγεται έτσι και το αρπαχτικό ψάρι της άμμου που έχει το ίδιο κυλινδρικό σχήμα.
Ρόμπος: Το μικρό κυκλικό άνοιγμα στην κουβέρτα της πλώρης της βάρκας.
Σημάδια: Εμπειρικός καθορισμός του ακριβούς στίγματος στη θάλασσα με τον συνδυασμό πέντε σημείων.
Σία: Ανάποδο κουπί και με τα δύο για να σταματήσει η βάρκα και να αρχίσει να οπισθοδρομεί. Όταν κάνεις σία το δεξί και μπρος το αριστερό, η βάρκα στρίβει προς τα αριστερά. Σία το αριστερό και μπρος το δεξί, η βάρκα στρίβει δεξιά.
Πουλολός: Κυνηγός.
Ξάνοι(γ)ε: Κοίταξε.
Φουρκαδέλα: Η διχάλα από φυσικό κλαδί που εφάρμοζαν στην υποδοχή του πίσω αριστερού σκαρμού, για να κρατά τα κουπιά όταν η βάρκα ταξιδεύει με τη μηχανή, την αντένα με το πανί ασφαλείας, την απόχη και τις σημαδούρες των παραγαδιών