Το Ολοκαύτωμα της Κάσου και της καρδιάς μας
Η Κάσος είναι ένα συνεχές ολοκαύτωμα της καρδιάς μας• κι όχι μόνο γιατί η Μικρή Πατρίδα μας έζησε πραγματικό Ολοκαύτωμα στις 7 Ιουνίου 1824 – με το νέο ημερολόγιο – από τον σύμμαχο των Οθωμανών αιγυπτιακό στόλο, αλλά, κυρίως, γιατί μας έμαθε να σκεπτόμαστε και να ενεργούμε σαν ήρωες, σε κάθε εποχή, χωρίς να αισθανόμαστε ήρωες, αλλά, απλώς, ότι ζούμε τον βίο που ταχθήκαμε να διανύσουμε και την προφητεία που αφιερωθήκαμε να εκπληρώσουμε. Γιατί, όσο κι αν δεν το παίρναμε έτσι, δεν είναι ηρωισμός να αποφοιτάς από ένα μονοθέσιο δημοτικό σχολείο – που ο δάσκαλος πάντα αργούσε να έρθει – και μετά από ένα εξατάξιο γυμνάσιο με στοιχειώδη μέση εκπαίδευση, να μπαρκάρεις καμαροτάκι, και μετά να βγαίνεις στην κουβέρτα για όλες τις βαριές δουλειές, από τα ψυχρά βόρεια πλάτη έως τα θερμά νότια μήκη, και μετά να ανεβαίνεις στη γέφυρα δόκιμος, μέχρι, μετά από χρόνια πολλά, να κερδίσεις την κυρίαρχη τέχνη – όπως λέει ο καπετάνιος ποιητής από τα μέρη μας – να σε υπακούει ένα θεόρατο καράβι και να πηγαίνεις με τα νερά όλων των ωκεανών της Γης;
Κι όχι μόνο στους θαλασσινούς, αλλά σε όλους, η ίδια η Κάσος και το κοινό των Κασιωτών, μας έμαθαν να ζούμε σε έναν περίκλειστο από απειλητικά πελάγη βράχο, αλλά ο Μπλε Νους μας να νοιώθει την ελευθερία των θαλασσών ούρια στα πανιά του για να κατακτήσει τον κόσμο όλον, με ελάχιστα εφόδια και πολύ ορμή. Η μικρή Κάσος μάς έμαθε να κάνουμε τις μεγάλες δυσκολίες, μεγάλα όνειρα και τιτάνιο αγώνα για την πραγματοποίησή τους. Κι όχι μόνο στη θάλασσα, αλλά παντού, και στη στεριά, στις πιο απίθανες γωνιές της Γης. Αλλά ο μέλανας πόντος, πάντα, ήταν το στοιχείο μας, τα χωρικά μας ύδατα, η μεγάλη γαλάζια πατρίδα μας, και το μάτι της θάλασσας το φυλαχτό μας.
Νοιώθαμε «ως οι ενάλιοι Δελφίναι» καθώς γράφει ο Αρχικαγκελάριος της επαναστατημένης Κάσου Νικόλαος Γρηγοριάδης στη «Συνοπτική Έκθεση των Κασσίων Αγώνων», την έκδοση αυτού του σπανιότατου φυλλαδίου ο Νικόλαος Γ. Μαυρής τοποθετεί μεταξύ των ετών 1844 και 1845: «(…) εδώ έπαυσεν πλέον ατυχώς ο ευάριθμος ούτος στόλος μας του να αναφαίνεται ως οι ενάλιοι Δελφίναι εις τα Κρητικά πελάγη, και να περιπλέη τα ποθητά του εκείνα μέρη». Πολύ πριν τον Αύγουστο του 1823 που αναφέρεται ο επικεφαλής της επαναστατημένης Κάσου, τα μινωικά καράβια είχαν εγκαινιάσει στα «ποθητά (…) εκείνα μέρη», την αρχή της ναυτικής ιστορίας της Κάσου, που έμελλε να γίνει και η δική μας προσωπική ιστορία και ιδεολογία.
Τα μινωικά καράβια όρμησαν «ως οι ενάλιοι Δελφίναι εις τα Κρητικά πελάγη» καταπάνω στο βουνό που έβλεπαν από το λιμάνι της Ζάκρου, μπροστά στο φημισμένο Ανάκτορο, να αχνοσχεδιάζεται στον ορίζοντα – τις ημέρες, κυρίως, του ευοίωνου πλου με τη βοήθεια των μελτεμιών – ακαταμάχητη πρόκληση για το πρώτο ταξίδι, του χαρμόσυνου πρώτου Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η πλώρη του μινωικού καραβιού, προπομπού του ανοίγματος προς Ανατολάς, που ακούμπησε μαλακά στα βότσαλα της Χελάτρου, δεν διέγραψε, απλώς, μια τολμηρή πορεία επάνω στο πιο ανήσυχο πέρασμα της Μεσογείου, αλλά την πορεία ολάκερη μας, νυν και αεί, το μέλλον μας, τον χαρακτήρα μας.
Κι από τότε δεν πάψαμε ποτέ να έχουμε ένα καράβι μέσα στο νου μας που δεν σταμάτησε ποτέ «να περιπλέη τα ποθητά του εκείνα μέρη»:
οἳ δ’ ἄρα Νίσυρόν τ’ εἶχον Κράπαθόν τε Κάσον τε
καὶ Κῶν Εὐρυπύλοιο πόλιν νήσους τε Καλύδνας,
τῶν αὖ Φείδιππός τε καὶ Ἄντιφος ἡγησάσθην
Θεσσαλοῦ υἷε δύω Ἡρακλείδαο ἄνακτος:
τοῖς δὲ τριήκοντα γλαφυραὶ νέες ἐστιχόωντο.
Τους άνδρες απ᾽ την Νίσυρον, την Κάρπαθον, την Κάσον,
και απ᾽ τες Καλύδνες και απ᾽ την Κων την πόλιν του Ευρυπύλου
εδιοικούσε ο Άντιφος και ο Φείδιππος, βλαστάρια
του βασιλέως Θεσσαλού του γόνου του Ηρακλέους·
κι είχαν τριάντα βαθουλά κατόπι τους καράβια.
(Ομήρου, Ιλιάδα, Β΄, Νεών Κατάλογος, μτφρ: Ι. Πολυλάς)
Από τότε, από εκείνη την πρωτόγονη πανελλήνια εκστρατεία – την συναισθάνονταν ως τέτοια αλλά δεν την αποκαλούσαν έτσι – αυτό το καράβι δεν έπαψε να ταξιδεύει μέσα στο νου μας και να κάνει θαύματα. Και το ένα θαύμα γεννά το άλλο. Το θαύμα του ελληνικού στόλου τον 18ο και τον 19ο αιώνα, χορήγησε το μέγα μυστήριο της φυλής, την Επανάσταση του 1821. Σύμφωνα με στοιχεία από το μάθημα της καθηγήτριας του Ιόνιου Πανεπιστημίου Τζελίνας Χαρλαύτη στο Mathesis των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης «Ιστορία της ναυτιλίας των Ελλήνων, 18ος-21ος αιώνας», στις παραμονές της Επανάστασης, χίλια μεγάλα περήφανα σκαριά με δεκαεπτά χιλιάδες επιδέξιους ήρωες ναυτικούς, να τα καβαλικεύουν – όπως, τότε, συνήθιζαν να λένε – όργωναν τη Μεσόγειο και έβγαιναν και στον ωκεανό για να ταξιδέψουν και σε άλλες ηπείρους, πλούτιζαν σε υλικά αγαθά και σε ιδέες. Γιατί η θάλασσα είναι δρόμος που δεν μεταφέρονται σε αυτόν μόνον εμπορεύματα, αλλά και μηνύματα. Τα καράβια δεν αρμενίζουν φορτωμένα μόνο με φορτία, αλλά και ιδέες, που, πάντα, είναι πρωτοποριακές και συχνά επαναστατικές.
Σαράντα ναυτότοποι στο Αιγαίο και το Ιόνιο σκάρωναν ποντοπόρα καράβια και τα έσπρωχναν να ταξιδέψουν στις κορυφές των κυμάτων με όρτσα τα πανιά. Πέντε από αυτούς ήσαν οι πιο σπουδαίοι, η Κεφαλονιά (μαζί με το Γαλαξίδι), η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά και η Κάσος. Και πιο ακριβό από τα πλούτη ήταν το πολύτιμο μήνυμα της Φιλικής Εταιρείας, το μυστήριο του γένους που μυούνταν στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και το έφερναν στην Άσπρη, το Αιγαίο, και στο Ιόνιο. Τα πλούτη των καραβιών ήταν ο χορηγός της Επανάστασης και για κάποιους η καταστροφή της μικρής πατρίδας τους. Γράφει ο Νικόλαος Γρηγοριάδης στην μονάκριβη μαρτυρία γνώστη εκείνων των γεγονότων που διαθέτουμε:
«Η Κάσος λοιπόν εις την θάλασσαν ευθέτως προς το βορειοανατολικόν μέρος της ωραίας Κρήτης επικειμένη, από το Θείον πυρ της ελευθερίας εξαφθείσα και αύτη, ήρε συγχρόνως μετά των τριών ιστορικών Νήσων τον περί αναγεννήσεως της Ελλάδος αγώνα.
»Κατά τας αρχάς Απριλίου του έτους 1821 αφιχθείς από Σμύρνην εις Σύρον μετά του πλοίου μου τότε, φέρων διαφόρους επιβάτας Άρραβας και φορτίον διά την Αφρικήν, επληροφορήθην το μυστήριον της εθνικής ημών επαναστάσεως κατά του Τυράννου• αμέσως όθεν αναχωρώ εντεύθεν, φθάνω εις την ατυχή πατρίδα μου Κάσσον, κάμνω να επιφέρουν τον θάνατον εις τους οποίους έφερον Άρραβας διά να ενοχοποιήσω τους συμπολίτας μου εις την προκείμενην επανάστασιν, και διά μιας αναπεταννύω την σημαίαν της ελευθερίας».
«Ο μνημονευθείς όθεν στόλος των Κασσίων (σ.σ. “εκ δώδεκα πλοίων”) ανήχθη κατά την 16 Ιουλίου 1821, και αι θαλάσσιαι αύραι μειδιώσαι εκύμαινων τας σημαίας του εις τα πελάγη της Μεσογείου• φθάνει εις Κρήτην όπου η ανάγκη των συναδελφών μας Κρητών τον επροσκάλει• πολιορκεί και πολεμεί τα φρούρια των Χανίων, της Ρεθύμνης και της Σούδας με επαισθητήν φθοράν του εχθρού• αλλά τέλος πάντων, μαχομένων επί τινα χρόνον των γενναίων Κρητών κατά των πεντηκοντάκις περισσοτέρων τυράννων των, αναγκάζονται να υποχωρήσωσιν, και υπέρ τας δέκα χιλιάδας γυναικόπαιδα χριστιανών ο στόλος μας σώζει και μετακομίζει εις την Νήσον Κάσσον.
»Κατά το ίδιον ανωτέρω έτος Ιουλίου 24 ψηφισθείς Ναύαρχος κατά πρότασίν μου ο Ν. Ιουλίου, εκστρατεύει με μίαν μοίραν δεκαοκτώ πλοίων, επομένων των ατρομήτων πλοιάρχων Γ. Σακέλη, Μ. Ζαχαριαδάκη (“Αμφοτέρων τα πλοία τούτων εκτός του ημετέρου ωπλίσθησαν και διατηρούντο παρ’ εμού, και άπαντα απωλέσθησαν εις τον υπέρ της ανεξαρτησίας ημών αγώνα.”), Βασιλείου Μιαούλη, Μάρκου Μαλιαράκη, Θ. Κανταριζή, Ιωάννου Καλαμαγκανά, Δημητρίου Ηλιάδη, Κ. Αρβανιτόπουλου, Μιχαήλ Βελεγράδη, Μιχαήλ Μαλανδράκη κλπ. Απέρχεται εις Κύμην όπου συναντά τον Οθωμανικόν στόλον εκ Ρόδου ελθόντα, ναυμαχεί, τον τρέπει εις φυγήν και παρέχει την νίκην εις τους εκείθεν μαχόμενους χριστιανούς».
Η ιστορία της Κάσου μοιάζει με την οικογενειακή μας ιστορία, είναι η προσωπική μας ιστορία. Τον Ιούνιο του 1821 επάνω στην πουλάκα του Νικολάου Γιούλιου, ονομαζόμενη «Ποσειδών», με «Σημαίαν Ελευθερίας», ευρίσκοντο ο Νικόλας του Μαστροπαύλου, ο Μανώλης Βρετός, ο Μιχάλης Βρετός, ο Μανώλης Καμπουράκης, ο Γιάννης Τζικαλάς, ο Νικόλας του Λιό, της Ανέζας του Ασλάνη το παιδί, ο Μανώλης Κρητικός, ο Μανώλης της Κυραννιάς, ο Νικόλας του Χαζή, ο Κώστας της Καλής του Καμπούρη, ο Λέος της Βουκενιάς του Βαρδαβά, ο Διάκος του Κανάκη, ο Γρηγόρης της Ούκενας, ο Νικήτας του δασκάλου Μηνά, ο Γιώργης της Τζαπελιάς, ο Αντώνης Χαμεζιανός, ο Νικόλας της Εργίνας, ο Μηνάς της Ερωδιάς, ο Γιακουμής Καβουσιανός (Νικολάου Γ. Μαυρή, Ιστορικόν Αρχείον Κάσου, Τόμος Δεύτερος, Αρχείον Αγωνιστών, Αθήναι 1937, σελ. 24, 26,27) . Διακόσια χρόνια μετά, τα ίδια ονόματα, θα ήταν δυνατό να τα άκουγες και στη μικρή πλατεία, μπροστά από το καφενείο του Ματθαίου. Αλλά και το Ολοκαύτωμα της Μικρής Πατρίδας είναι προσωπική υπόθεση, ατομική τραγωδία, δική μας, καταδική μας κληρονομιά. Ας αφουγκραστούμε τη φωνή του Νικολάου Γρηγοριάδη, που, σημειωτέον, ήταν μαζί με τον Νικόλαο Ιουλίου, ένας από τους αντιπροσώπους της επαναστατημένης Ελλάδας, που έβαλε την υπογραφή του κάτω από το πρώτο σύνταγμα που ψήφισε η πρώτη Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο, ένα από τα πλέον προοδευτικά που υπήρξαν στην Ευρώπη:
«Κατανοήσας τέλος ο εχθρός την επιβλαβή επιρροήν της Ναυτικής δυνάμεως των Κασσίων και πνέων εκδίκησιν, κινεί τον Αιγυπτιακόν στόλον κατά της Νήσου μας στρατηγούντος του Χουσεΐν Βέη. Την εωθινήν δε της 11 Μαΐου ώραν, ολόκληρον δάσος πολεμίων ιστίων αναφανέν περιεκάλυψε την θάλασσάν μας διά μιάς, και πάραυτα οι κανονοβολισμοί του εχθρού έσάλευσαν πλήρεις καπνού και φλογός την περιφανή τότε Νήσον μας• αστραπαί, βρονταί, πύρινοι κεραυνοί ημαύρονον τον διαυγή της ορίζοντα! Ο στόλος μας ως προμαχών έκθετος εις τας σφαίρας του εχθρού εσυντρίβετο. Η δε πόλις κατεκρημνίζετο• οι προμαχώνες ημών αμυνόμενοι υπό των ανδρείων Κρητών και 1500 Κασσίων εκανονοβολούντο, αι δε λέμβοι έκαμνον συνεχείς αποβάσεις Αιγυπτίων και Αλβανικών σπειρών, άτινα εγίνοντο παρανάλωμα του Ελληνικού πυρός• ο καρτερόψυχος Κάσσιος εναγκαλισμένος με τον συνάδελφόν Κρήτα διεκινδύνευον μετ’ αποτελεσμάτων νικηφόρων περί των όλων τρεις όλας ημέρας.
»Απελπισθείς δε εις την εκπόρθησιν της νήσου ο εχθρός, υποστάς μάλιστα μεγίστην ουσιώδη φθοράν, απεσύρθη δι’ ημέρας τινάς• αναλαβών ακολούθως και συμπτύξας τας χαλαρωθείσας δυνάμεις του επανελάμβανε την 27 του ιδίου Μαΐου τας μανιώδεις του προσβολάς τρεις πάλιν κατά συνέχειαν ημέρας• την δε 30 Μαΐου, καθ’ ην στιγμήν ήταν εις την σφοδροτέραν ακμήν της η μάχη, εμφαίνεται επί τα νώτα των πυροβολούντων Κρητών και Κασσίων ο εχθρός, αναβάς διά νυκτός από μέρος ανέλπιστον, πορευόμενος κατά της πόλεως, εις υπεράσπισιν της οποίας προσδραμόντες ούτοι συνεπλάκησαν αγρίως με τους φέροντας το πυρ και σίδηρον, τους σφάζοντας τους γονείς των, τους αιχμαλωτίζοντας τας συζύγους και διαρπάζοντας τας ωραίας και τρυφεράς φεύ! θυγατέρας των• λυσσώδης υπήρξεν η προσβολή, γενναία και αξία μαρτύρων ήτον η υπεράσπισις• μακρόθεν ηκούετο η βοή του πολέμου, και η πόλις και η θάλασσα επλημμύρισαν από αίμα• αλλ’ ολίγοι προς απείρους αδυνατούντες, απεσύρθησαν οι διασωθέντες εις οχυρά της Νήσου μέρη ανθιστάμενοι Ηρωϊκώς μέχρι τεσσάρων ημερών, ότε διά συνθήκης εγκαταλείποντες την Νήσον μετέβησαν εις Νάξον και Αμουργόν, ένθεν πάλιν δεν έμειναν αδιάφοροι εις τον γενικόν της Πατρίδος αγώνα, αλλά ναυτιλλώμενοι εις τα πλοία των λοιπών Νήσων, απωλεσθέντων των ημετέρων πλοίων επέκεινα των τριάκοντα δύο, συνεναυμάχουν μέχρι της ευτυχούς αποβάσεων του Ελληνικού αγώνος»…