Όλυμπος, το μεγάλο πανηγύρι της Βρουκούντας στην επάνω άκρη του Καρπάθιου
Με τον πρωτομερακλή παπά Γιάννη δεν ξέρεις που τελειώνει η λειτουργία και που αρχίζει το γλέντι. Ούτως ή άλλως, εδώ στην Όλυμπο, ο χορός των ψαλτών στην εκκλησία και οι χοροί των γλεντιστών στο χοροστάσι, είναι ομοούσιοι και αχώριστοι. Δεν είναι ότι η λειτουργία χάνει την ευλάβειά της, είναι που τη μεταλαμπαδεύει αδιάλειπτα και στο γλέντι. Γιατί, εδώ, στην Επάνω άκρη της Κάρπαθου, το γλέντι είναι λειτουργία και τα ήθη, τα έθιμα, οι παραδόσεις, τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια.
Ο παπά Γιάννης κρατά την τάξη του γλεντιού και αρχίζει να τραγουδά με την απόκοσμη φωνή του το βυζαντινό τραγούδι της τάβλας «Άρχοντες τρων και πίνουσι», το παλαιότερο ίσως τραγούδι που λέγεται ακόμη στις μέρες μας και φέρνει στους μοντέρνους καιρούς τους ήρωες Ακρίτες της Μεσοβυζαντινής εποχής:
Άρχοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένη τάβλα
Σε μαρμαρένια, σε χρυσή και σε μαλαματένια
Κι όλοι τρώσι και πίνουσι κι όλοι χαροκοπούσι
Κι ο Κωνσταντίνος ο μικρός, ας ελιανοτραγούδει
του Ανδρόνικου τ’ αήττητου, του νιου του πενεμένου:
Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρο καβαλικεύγεις.
Μαθαίνεις το να πορπατεί, μαθαίνεις το να δρέμει,
μαθαίνεις το να δέχεται, τον όχλο του πολέμου.
Βρισκόμαστε στη Βρουκούντα, την παραμονή της γιορτής του, 28 Αυγούστου, μεταξύ της κατακόμβης του Αι Γιάννη και των ιχνών μιας από τις τρεις αρχαίες πόλεις της Καρπάθου. Οι συμμέτοχοι του πανηγυριού φτάνουν εκεί με τα πόδια από την Αυλώνα, τον αγροτικό συνοικισμό της Ολύμπου, κάπου δύο ώρες δρόμος πάνω στο αρχαίο μονοπάτι, ή με καραβάκι από το Διαφάνι που επίσης πλέει πάνω σε αρχαίες ρότες που περνούν από το στενό, μεταξύ του βόρειο άκρου της Καρπάθου και της Σαρίας. Στα γαϊδούρια έχουν φορτωμένα τα στρωσίδια τους, όλα καμωμένα με τα χέρια τους, αλλά και τα φορέματα – το πολύχρωμο σακοφούστανο ή το «ερανί», βαθύ μπλε, καβάι, αναλόγως αν η κοπέλα που θα το φορέσει είναι παντρεμένη ή ελεύθερη – που θα βάλουν το βράδυ για να πιάσουν στον πάνω χορό.
Πριν την έναρξη του γλεντιού, ο παπά Γιάννης, στο απυρόβλητο του πορφυρού ηλιοβασιλέματος του Καρπάθιου πελάγους, μέσα στο υπόγειο σπήλαιο του Αι Γιάννη, βάζει το δοξαστικό εσπερινό, ρίχνοντας μπόλικο λιβάνι στο θυμιατό. Το αγίασμα σταλάζει στην πέτρινη κρήνη στο κέντρο του σπηλαίου και το λιγοστό φως που εισβάλει από το έμπα, σε συνέργεια με τη φλόγα των κεριών, κάνει τα πρόσωπα γύρω να μοιάζουν με έναν μεταφυσικό χορό. Εδώ, όλα κινούνται πέρα από τα όρια των γνωστών και συνηθισμένων. Ακόμα και οι άρτοι, έτσι όπως τους κρατούν πάνω στο κεφάλι τους μέσα σε μυρτιές και γεράνια οι γυναίκες με τις παραδοσιακές στολές τους, καθώς κατεβαίνουν τη σκάλα που κρέμεται πάνω από την βραχώδη ακτή.
Ψηλά πάνω από το μονοπάτι κατηφορίζουν, ακόμη, και κινούνται φιδωτά προς την ακτή με τους λαξευμένους αρχαίους τάφους, πινελιές έντονων χρωμάτων. Δεν είναι μόνο οι πολύχρωμες φορεσιές ή τα υφαντά σακούλια με τα απαραίτητα της ξωμονής, αλλά και τα στρωσίδια με τα οποία θα φτιάξουν την «κοιμητέα» τους για να διανυχτερεύσουν δίπλα στο χοροστάσι, όσοι καταφέρουν να κοιμηθούν κατά γης από τον όχλο του γλεντιού.
Αυτή η εικόνα μοιάζει αιώνια. Πολύχρωμες οι δίπλες του χορού και πολύχρωμες κι οι κοιμητέες δίπλα. Προσπαθείς να αρπάξει λίγο ο ύπνος έχοντας ακουμπισμένο το αυτί σου στο χώμα και ακούς και αισθάνεσαι το ποδοβολητό στο ρυθμό και τα βήματα του πάνω χορού. Κι όταν με το χάραμα σηκωθείς, πάλι βλέπεις την ίδια εικόνα που άφησες όταν πήγες να ξαπλώσεις. Τα όργανα – η λύρα, η τσαμπούνα και το λαούτο – παίζουν στο κέντρο της ομήγυρης ανεβασμένα πάνω στις τάβλες του φαγητού. Γύρω τους κάθονται οι γλεντιστές και όλους μαζί τους περιτριγυρίζει ο κύκλος του χορού που δεν σταματά ποτέ. Όταν κάποιο από τα όργανα πρέπει να ξεκουραστεί, ο αντικαταστάτης του καθίζει δίπλα του και αρχίζει να παίζει και μόνο τότε σταματά εκείνος.
Σχεδόν όλες οι κοπέλες φορούν με καμάρι την παραδοσιακή στολή που έχουν ράψει και κεντήσει η μητέρα ή η γιαγιά. Από τις πιο γλυκείς εικόνες στην Όλυμπο είναι όταν μια μεγαλύτερη «σκουφώνει» μια νεότερη, της φορά το μαντήλι, λευκό ή μαύρο, με τα μεγάλα ρόδα. Η κάθε, συγγενική συνήθως, ομάδα κοριτσιών, έχει επικεφαλής έναν άνδρα χορευτή, και περιμένει τη σειρά της να πιάσει μπροστά και να χορέψει στον κάβο του χορού. Όταν ολοκληρώσει τον κύκλο της, συνεχίζει να χορεύει στην πίσω άκρη του χορού. Δεν είναι αποδεκτό από την αυστηρή, πατροπαράδοτη, τάξη του χορού, να αφήσει τον χορό και τους άλλους χορευτές, μόλις χορέψει μπροστά.
Αυτός που έχει τον τίτλο του πρωτομερακλή στην Όλυμπο, δεν είναι απλώς καλός γλεντιστής – τραγουδά καλά, ξέρει τους σκοπούς και τα τραγούδια, ταιριάζει ωραίες μαντινάδες, είναι ετοιμόλογος ή παίζει εξαιρετικά κάποιο από τα όργανα – αλλά γνωρίζει την τάξη του γλεντιού και έχει το κύρος να την επιβάλλει. Μετά το φαγητό στα τραπέζια στο χοροστάσι στο φρύδι της ακτής, ο παπά Γιάννης χτυπά κατά την παλαιά βυζαντινή συνήθεια το πιρούνι του στο πιάτο και αρχίζει μαζί με τους ψάλτες να ψέλνει το απολυτίκιο του Αι Γιάννη και τους ύμνους προς την Παναγία «Την ωραιότητα της παρθενίας Σου» και το «Θεοτόκε Παρθένε». Όταν κάθε τροπάριο ή τραγούδι τελειώνει, οι συνδαιτυμόνες «χειροκροτούν» χτυπώντας το δικό τους πιρούνι στο πιάτο τους.
Μετά, με το «Άρχοντες τρων και πίνουσι», γίνεται η εισαγωγή στο κοσμικό κομμάτι του γλεντιού, στην θεία ευχαριστία του γλεντιού. Ακολουθούν, χωρίς τη συνοδεία οργάνων, τα άλλα τραγούδια της τάβλας, του «Κίτσου η μάνα κάθονταν», «Κόρη το μαξιλάρι σου», «Ο Διγενής ψιχομαχεί». Ο τελευταίος μακρόσυρτος ήχος των πιρουνιών που χτυπούν τα πιάτα σβήνει πάνω στο κούρδισμα των οργάνων που αρχίζουν να παίζουν τα συρματικά τραγούδια και μετά, την ώρα του μεγάλου κεφιού, τους σκοπούς με τις λιγότερο αυστηρές ποιτητικές συνομιλίες, τις περίτεχνες μαντινάδες. Έχει μείνει στο νου μου η μορφή του Γιώργη Πρεάρη να τραγουδά με την παρέα του, μόλις βγαίνει ο ήλιος και ρίχνει τις πρώτες ακτίνες του στον κάβο της Βρουκούντας.
Να χαμηλώνα τα βουνά, να θώρου την αυλή σου
να ‘βλεπα τα κουνήματα που κάνει το κορμί σου.
Ο παπά Γιάννης έχει αποσυρθεί πιο νωρίς από το γλέντι, δεν μπορεί να προχωρήσει στη Λειτουργία της Θείας Ευχαριστίας αν δεν έχει κοιμηθεί, κι οι γλεντιστές το σχολιάζουν με στίχους, λέγοντας ότι εκείνος θα κατέβει στον σπηλαιώδη ναό να αρχίσει τη δική του δουλειά, ενώ εκείνοι θα συνεχίσουν τη δική τους, που άρχισαν αποβραδίς, δηλαδή το γλέντι.
Τι είχαν, όμως, μέσα τα άδεια πιάτα που χτυπούν με τα πιρούνια τους οι γλεντιστές; Φρόντισε γι’ αυτό ο Ηλίας Λιορεΐσης. Από το πρωί μέχρι την απόλυση του εσπερινού, πολεμούσε μαζί με τους βοηθούς του πάνω στα μεγάλα καζάνια για να κάνει το φαγητό του γλεντιού. Από νωρίς τσιγάρισε τις μερίδες από κατσίκια και τις έβρασε σε νερό και κρασί μαυροδάφνη για να βγάλει ζωμό για το πιλάφι. Παλιά δεν έκαναν πιλάφι, αλλά μακαρόνια που φυσικά έπλαθαν μόνοι τους. Ανάμνηση εκείνης της συνήθειας αποτελεί ίσως το κριθαράκι που τσιγαρίζεται στην αρχή στον πάτο του καζανιού σε φυτικό βούτυρο και μετά το σμίγει με μια ποικιλία χορταρικών και μυρωδικών – ψιλοκομμένη πράσινη πιπεριά, ντομάτα φρέσκια, παλιό κρεμμύδι, μαϊντανό, σκόρδο, πελτέ αραιωμένο με ζωμό κρέατος, αλάτι θαλασσινό χοντρό και πιπέρι. Στο μεταξύ έχει μετρήσει το ζωμό των κρεάτων με τον μαστραπά και το προσθέτει μετά το ρύζι. Το ιδιαίτερο εδώ είναι ότι βάζουν στο πιλάφι μια ακόμα ποικιλία λαχανικών, μπιζέλια, φασολάκια και καρότα ψιλοκομμένα όλα. Το πιλάφι, μαζί με το κατσίκι και τις πατάτες τηγανιτές είναι το φαγητό του γλεντιού που ποτέ δεν τελειώνει.
Την επομένη μαγειρεύουν ρεβίθια για το μεσημέρι. Γλεντούν και όταν ακόμα φεύγουν. Στην κορυφή του μονοπατιού της επιστροφής, στον τεράστιο βράχο, τη Χοντρή Ουλά (πολύ μεγάλη πέτρα) όπως τη λένε οι ιθαγενείς, συνέχισαν να παίζουν τα όργανα και ο Ανδρέας Χηράκης τραγούδησε μια μαντινάδα που έμεινε στη συλλογική μνήμη της Ολύμπου:
Πίσω ‘πομένου τα βουνά, οι πέτρες και τ’ αγκάθια
και τα χωμοσκαλίσματα που αφήνουσι τα δάκρυα.
Αυτό που σίγουρα μας ακολουθεί για πάντα είναι η μεγάλη ενέργεια του τοπίου και του πολιτισμού της Ολύμπου.
Διαβάστε επίσης:
Εικόνες των μυστηρίων του Δεκαπενταύγουστου στην Όλυμπο της Καρπάθου
Η Μεγάλη Εβδομάδα των φουρνισμάτων στην Όλυμπο της Καρπάθου
Η πορεία των Εικόνων της Ολύμπου μέσα από τα μυστήρια της φύσης και του πολιτισμού της
Η μετά θάνατο ζωή τη Μεγάλη Παρασκευή στην Όλυμπο της Καρπάθου