«Πανορμίτης», ο αρχάγγελος των πρώτων ταξιδιών μας στις Νότιες Σποράδες
Έχετε νοιώσει, ίσως, αυτή τη βαριά σιωπή που απλώνεται στην τάξη μετά την είσοδο του καθηγητή και πριν επιλέξει ποιος θα πει μάθημα. Γι αυτό, ίσως, ακούστηκε τόσο εκκωφαντικά ο ψίθυρος του Κώστα: «ξίδι ο καιρός και δε θα ’ρτεί και το μικρό»… Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί τον πέταξε έξω από στην ανεμοδαρμένη αυλή του Γυμνασίου μας, στην κορυφή του λόφου, και τον τιμώρησε αφήνοντάς τον εκτεθειμένο στις φοβερές ριπές της τραμουντάνας, αφού, όλοι στο νησί, την ίδια έγνοια είχαν. Αν θα έρθει το Mικρό. Και το «Mικρό» – σε αντιπαραβολή με το «Mεγάλο» που ερχόταν από «Πάνω», από τον Πειραιά – διασκέδαζε πάντα την αγωνία τους και εμφανιζόταν μέσα στην αντάρα της αλισάχνης που ξεσήκωνε η τρικυμία, πότε ως πλεούμενο χορεύοντας στις κορφές των κυμάτων, και πότε ως υποβρύχιο βουτώντας ως το κατώτερο σημείο της επίφοβης αγκαλιάς τους, μέχρι εκεί που τρεμόπαιζε η ελπίδα της άνωσης. Αλλά ο «Πανορμίτης», σε πείσμα των φαινομένων, έφτανε, σχεδόν, κάθε Σάββατο, αφρολουσμένο, στο τέλος του ταξιδιού του στην Κάσο, φορτωμένος ζωή, και έμπαινε στο άβολο λιμάνι του Εμπορειού.
Η τραμουντάνα χορεύει τα κύματα και τα κύματα τα καράβια. Αλλά το μικρό καράβι το παράκανε στον πιο τρελό χορό. Σκαμπανέβαζε και μέσα στο λιμάνι, τόσο, που ζάλιζε και τους απέξω, που απλώς το κοίταζαν από το μουράγιο. Ήταν τόσο κακοτάξιδο, που ακόμη και οι καπεταναίοι και οι άλλοι πολυταξιδεμένοι ναυτικοί, που έφαγαν τη θάλασσα με το κουτάλι, δίσταζαν να μπαρκάρουν, μπας και ζαλιστούν και χάσουν κάθε σταγόνα θαλασσινής αξιοπρέπειας. Όμως, όσο δαιμονισμένα κι αν ήταν τα ταξίδια του, τόσο άγια ήταν τα έργα του. Ο «Πανορμίτης» είχε τη χάρη του καλού αγγέλου των μικρών νησιών των Νοτίων Σποράδων, αυτών που τα ονόματά τους μοιάζουν με ποίημα: Κάσος, Κάρπαθος, Χάλκη, Ρόδος, Καστελόριζο, Σύμη, Τήλος, Νίσυρος, Λειψοί, Λέρος, Κάλυμνος, Κως, Αγαθονήσι, Πάτμος, Πυθαγόρειο Σάμου. Ήταν τα λιμάνια που έπιανε, ήταν το καράβι τους που ταξίδευε με χίλια βάσανα και άλλες τόσες ελπίδες.
Μικρή πατρίδα είναι το πρώτο λιμάνι από το οποίο ξεκίνησες το πρώτο μεγάλο ταξίδι της ζωής σου. Δεν λογαριάζω το πρώτο ταξίδι μου από τη Ρόδο, που η μητέρα μου επέστρεψε με το νεογέννητο μωρό της στο σπίτι, αλλά, το ανάστροφο. Πάλι με το ίδιο καράβι, πάλι μαζί με τη μητέρα μου, από τον Εμπορειό της Κάσου, στο Μαντράκι της Ρόδου. Γιατί ο «Πανορμίτης» άραζε στο παλιό λιμάνι, μπροστά από το φρούριο του Αγίου Νικολάου, που, αν και είχες τόσα και τόσα να κερδίσουν την έκπληκτη ματιά σου – το ζευγάρι των ελαφιών στις δυο μύτες του λιμανιού, την άψογη παράταξη των μύλων, το παλάτι του Μεγάλου Μάγιστρου, τις μνημειακές πύλες της Παλιάς Αγοράς – καθώς φεύγαμε, σταματούσα και το κοίταζα ξανά, ευχαριστώντας το για το ωραίο ταξίδι που μου έδωσε και για όλα τα άλλα, τα ταξίδια του μέλλοντός μας που προοιώνιζε. Μόνο, που με απογοήτευσε λίγο, γιατί νόμιζα ότι ήταν μεγάλο καράβι, αλλά, ακόμα και μέσα στο λιμάνι για σκάφη αναψυχής, ήταν όπως ακριβώς το λέγαμε στο νησί. Μικρό…
Κάθε ταξίδι είναι γεμάτο αποκαλύψεις, πόσο μάλλον το πρώτο σου. Ήξερα ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα ταξίδευα σε όλη μου τη ζωή, υπακούοντας στην προπατορική μοίρα της θάλασσας. Αυτό έκανε ο παππούς του παππού μου, αυτό έκανε ο πατέρας του παππού μου, αυτό έκανε και ο ίδιος ο παππούς μου – που χάθηκε στη θάλασσα – το ίδιο έκανε ο πατέρας μου, το ίδιο θα έκανα και εγώ. Το πρώτο ταξίδι με συνείδηση, ήταν ζήτημα χρόνου και ήταν βάπτισμα στο μεγαλύτερο μυστήριο τους πελάγους, που μας πάει πιο μακριά από εκείνα που σπουδάζαμε κάθε μέρα στην περιγιαλιά, ποντίζοντας στα χωρικά μας ύδατα ομοιώματα καραβιών. Και να τώρα η γλυκιά προσμονή του καραβιού των ονείρων μας, που θα μας πάει το πρώτο ταξίδι του μέλλοντός μας. Όσο, ακόμη, ήταν μακριά, δυσκολευόμασταν να το ξεχωρίσουμε από τον Κολόφωνα, τον χαρακτηριστικό θαλασσοδαρμένο βράχο, το οδόσημο του τέλους του ταξιδιού από τη Ρόδο και την Κάρπαθο. Όσο πλησίαζε, όμως, το βλέπαμε όταν βρισκόταν στις κορυφές των κυμάτων και το χάναμε όταν κατρακυλούσε στις καμπύλες ράχες τους. Μια το βλέπαμε, μια το χάναμε, ξανά και ξανά, μέχρι που έμπαινε στο μικρό λιμάνι, για να ησυχάσει λίγο και για λίγο. Μόνο που τώρα ήμασταν και εμείς επάνω σε ετούτο το καράβι.
Όταν ταξιδεύεις προβάρεις νέα μάτια. Ή καλύτερα νέες ματιές που αποθησαυρίζουν ταξιδιωτικές αναμνήσεις. Οι νέοι κόσμοι, τα Πηγάδια, και μετά η μυθιστορηματική αποβίβαση των γυναικών με το «καβάι» την παραδοσιακή ενδυμασία της Ολύμπου, αρόδου, με το τρεχαντήρι, και μετά το σκηνικό των νεοκλασικών σπιτιών της Χάλκης, με τα πολλά και τα μεγάλα παράθυρα στις προσόψεις τους που όλα κοίταζαν προς εμάς και το μικρό καράβι μας. Σε όλο το ταξίδι μπορούσαμε να ανέβουμε ανεμπόδιστα στη δεξιά βαρδιόλα και να κοιτάξουμε από την ανοιχτή πόρτα το ναύτη να κρατά το παραδοσιακό τιμόνι και να ανταποκρίνεται αμέσως στα κελεύσματα του αξιωματικού της γέφυρας που είχε βάρδια.
Χρόνια αργότερα, παρακολουθούσα, πάλι από την ανοιχτή πόρτα της διαστημικής γέφυρας του «Freedom of the Seαs» να μανουβράρει, κινώντας ο ίδιος έναν μικρό λεβιέ, το γιγαντιαίο καράβι. Το μεγαλύτερο, τότε, κρουαζιερόπλοιο στον κόσμο, έστριβε απελπιστικά αργά μέσα στο λιμάνι του Σαουθάμπτον, για να βάλει πλώρη προς την ανοιχτή θάλασσα της Μάγχης. Κι εγώ, στη γέφυρα του μεγαλύτερου καραβιού, σκεφτόμουν το μικρότερο πλοίο που είχα ταξιδέψει, τον Πανορμίτη, και, ειλικρινά, δεν ξέρω αν η υπερσύγχρονη γέφυρα με το πλήθος τις ενδεικτικές λυχνίες, τα κουμπιά και τις φωτεινές οθόνες, με εντυπωσίαζε περισσότερο από την παλιά, μικρή, λιτή γέφυρα με το ξύλινο τιμόνι, την πυξίδα και το σύστημα επικοινωνίας με τη μηχανή.
Ήμασταν προσκεκλημένοι δημοσιογράφοι και πωλητές ταξιδιών από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική για να εντυπωσιαστούμε από το απίστευτα πολυτελές πλοίο, που στον κεντρικό δρόμο του, στο βάθος των έντεκα ορόφων του, ήταν παρκαρισμένα αστραφτερά αυτοκίνητα αντίκες και στο κατάστρωμά του κανονικά κουλουάρ στίβου και τεχνητό τοίχο αναρρίχησης. Όμως, εγώ, κατά βάθος ξέρω ότι η ταξιδιωτική εμπειρία του μικρού «Πανορμίτη» με έχει σημαδέψει περισσότερο τη ζωή μου. Κι όταν ξύπνησα εν πλω και είδα στην μεγάλη οθόνη της καμπίνας μου ότι ταξιδεύαμε με οκτώ μποφόρ, βγήκα στο μπαλκόνι να δω τη θάλασσα, γιατί το πλοίο μας δεν κουνιόταν καθόλου. Και πάλι θυμήθηκα το δικό μας μικρό καράβι που θα σκαμπανέβαζε σαν τρελό και με λιγότερο καιρό. Την τελευταία φορά που ταξίδεψα με τον Πανορμίτη από τα Πηγάδια μέχρι την Κάσο, μου φάνηκε ότι θα χανόμασταν στη θάλασσα. Ευτυχώς, βγήκε το ρυμουλκό που ναυλοχούσε στον Εμπορειό και το περιμάζεψε έρμαιο της τρικυμίας και το έβαλε στο λιμάνι. Όμως, δεν μου έμεινε αυτό το εφιαλτικό ταξίδι, αλλά η ανάμνηση του γενναιόδωρου καραβιού, και των πρώτων ταξιδιωτικών εμπειριών που μας έδωσε που πλούτισαν και χρωμάτισαν τη ζωή μας.