Παθών Εγκώμια: Επιτάφιος Θρήνος και παρηγορητική Ανάσταση τη Μεγάλη Εβδομάδα της άνοιξης
Ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς ως ανείδεος νεκρός
καταφαίνεται, ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.
Ζούμε την πλέον αισθαντική συνομωσία της φύσης με τη ψυχή. Τα Εγκώμια της ίδιας της ύπαρξής μας και του τρόπου μας να βλέπουμε τη ζωή. Να ζούμε τον βίο μας. Ένας γοερός Επιτάφιος Θρήνος στην καρδιά του ολάνθιστου οργασμού της φύσης, για τη σωτηρία της ψυχής, για την Ανάσταση της ελπίδας. Μεγάλη Εβδομάδα! «Κύματι θαλάσσης…», «Ήλιε δικαιοσύνης…», «Σε των επί υδάτων…», «Έκστηθι φρίττων ουρανέ…». Η φύση και η άνοιξή της δεν είναι ουδέτερο σκηνικό – ή απλώς εποχή των μυροφόρων – αλλά πλήρης κοσμοθεωρία. Ανθοφορία, ευωδία, κάλος, εξέγερση, πάθος, μαρτύριο, θάνατος, ανάσταση, ποίηση. Εξύψωση με την ώθηση των κύκλων της φύσης μέχρι την υπέρβαση, πέρα από τα θνητά ανθρώπινα· «εις σωτηρίαν υμών των μελωδούντων»…
Ώσπερ σίτου κόκκος υποδύς κόλπους γης, τον πολύχουν αποδέδωκας άσταχυν, αναστήσας τους βροττούς τους εξ Αδάμ.
Κόκκος διφυής ο φυσίζωος εν γης λαγόσι σπείρεται συν δάκρυσι
σήμερον, αλλ’ αναβλαστήσας κόσμον χαροποιήσει.
Εν αρχή ην ο κόκκος του σίτου που ανασταίνεται και εξεγείρεται στη θαλπωρή των κόλπων της γης, βλασταίνει όλη τη δύναμή του και βγαίνει στο φως. Αυτός ο αρχέγονος, αδιάκοπος κύκλος της ζωής των φυτών συνάρπαζε πάντα τους ανθρώπους, ήδη από τα παραδεισένια χρόνια τους, σε σημείο να τον θεοποιήσουν. Στον νου τους – που ολοένα μεγάλωνε και δούλευε για να σκέφτεται πράγματα αόρατα – ήταν το πρώτο θεϊκό θαύμα, που συμβόλιζε τη γονιμότητα και τη δημιουργία, την ίδια τη ζωή τους.
Έδυς υπό γην, ο φωσφόρος της δικαιοσύνης, και νεκρούς ώσπερ εξ
ύπνου εξήγειρας, εκδιώξας άπαν το εν τω Άδη σκότος.
Η Μεγάλη Μητέρα, φουσκωμένη από τον καρπό της κοιλίας της, ήταν η πρώτη θεία μορφή, και δεν απογαλακτιστήκαμε ποτέ από αυτήν και τη χάρη της.
Ύπτιον ορώσα η πάναγνός σου Μήτηρ, σού, Λόγε, μητροπρεπώς εθρήνει:
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος.
Η αμνάς τον άρναν βλέπουσα εν σφαγή, ταις αικίσι βαλλομένη ωλόλυζε, συγκινούσα και το ποίμνιον βοάν.
Τις μοι δώσει ύδωρ και δακρύων πηγάς, η θεόνυμφος Παρθένος
εκραύγαζεν, ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν.
Ω βουνοί και νάπαι και ανθρώπων πληθύς, κλαύσατε και πάντα
θρηνήσατε, συν εμοί τη του Θεού ημών Μητρί.
«Μη εποδύρου μου μήτερ»… Η Μεγάλη Μητέρα συμβόλιζε γενικώς τα γεννήματα και κατ’ επέκταση την ίδια τη ζωή. Το σιτάρι, το αλεύρι, το ψωμί είναι θεμελιώδη σύμβολα ζωής. Όσο διαρκεί το πένθος και ο θρήνος, τα χέρια δουλεύουν γρήγορα για να πλάσουν την Ανάσταση. Τα αρτοσκευάσματα με τα νικηφόρα κόκκινα, κυρίως, με κάθε άλλου λαμπερού χρώματος βαμμένα αβγά, συμβολίζουν πλούτο αγαθών και συναισθημάτων. Σπορά, θερισμός, ξαχέρισμα, άλεσμα, ζύμωμα, φούρνισμα. Αυτά που κάποτε προστάτευε η θεά Δήμητρα και τώρα ευλογεί η πάσχουσα Μητέρα όλων μας, η Παναγία. Όταν μπαίνεις στο χορό των ποιητών των συμβόλων της Λαμπρής, εύχεσαι χίλια κουλούρια. Και η ανασκουμπωμένη ομήγυρης απαντά: Χίλιοι αγιοί να σου βοηθούν! Η ευχή είναι γενική και πάει πέρα από την αργαδιά των κουλουριών, των τουρτών και των κουκνούκων – αλλού τα πασχαλινά τσουρέκια με το κόκκινο ή άλλο χρώμα αβγό τα λένε και αβγούλες και πούλους – και κρατά ολοχρονίς για να πάει καλά η σοδειά και οι γέννες γενικώς, των θεών, των ανθρώπων, των ζώων, της γης.
Η ζωή πώς θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς; Του θανάτου το
βασίλειον λύεις δε και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
Ει φιλόπτωχος ει και το μύρον λυπή, κενουμένου εις ψυχής ιλαστήριον, πώς χρυσώ απεμπολείς τον φωταυγή;
Η γη γεννά και ανασταίνεται, κυρίως, την άνοιξη. Η ευωδιά της άνοιξης συνεισφέρει τα μέγιστα στο πρώτο συνθετικό της χαρμολύπης των Θείων Παθών· μαζί με την ελπίδα. Η μεγάλη ανιψιά μου, η Φούλα, έχει ταχθεί χρόνια τώρα να ετοιμάζει τα μικρά στεφάνια του Χριστού και της Παναγίας από μπουμπούκια λεμονιάς που ετοιμάζονται να γίνουν άνθη, περασμένα με βελόνα σε κλωστή. Αυτές τις μικρές ζόλιες, όπως τις λένε στο νησί, τις τοποθετεί προσεκτικά γύρω από το φωτοστέφανό Τους, μόλις ο κεντημένος Επιτάφιος, μπει στο στολισμένο με χιλιάδες λουλούδια – αναστεμένα με φροντίδα στις αυλές – κουβούκλιο. Γονατίζεις για να προσκυνήσεις και σε κυριεύει η ευωδιά του Πάθους.
Το πάθος είναι κομμάτι της ζωής. Στο νησί έχουν ειδικό σκοπό της λύρας – πολύ συγγενικό με τα Ευλογητάρια του Μεγάλου Σαββάτου διαπίστωσε ο Σίμων Καράς – που τον λένε Πάθος. Με αυτόν τον σκοπό εκφέρουν τις πιο περιπαθείς, συνήθως ερωτικές, μαντινάδες τους, χρησιμοποιώντας και εδώ μεταφορές από τον φυσικό κόσμο:
Και τα πουλιά που ’ναι πουλιά έχουν κι εκείνα πάθη
Πάσι να φάνε τον καρπό και τα τσιμπά τ’ αγκάθι.
Η ποίηση ταιριάζει με το πάθος, το ανθρώπινο ή το θείο. Ο Οδυσσέας Ελύτης μιλά με «Ανοιχτά Χαρτιά»: «Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία. (…) Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει· να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε· τον κόσμο της φθοράς που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση» («Πρώτα – Πρώτα…, Ζ», σελ. 39).
Ω χαράς εκείνης! Ω πολλής ηδονής! Ης περ τους εν Άδη πεπλήρωκας, εν πυθμέσι φως αστράψας ζοφεροίς.
Σημείωσα κάποτε στο μπλοκάκι μου κάτω από τον τίτλο τα Πάθη στο Αιγαίο: «Αγαλλιάσθω η κτίσις· ευφραινέσθωσαν πάντες οι γηγενείς». Σε κανέναν άλλον τόπο ένας επιτάφιος θρήνος δεν εκτοξεύει στον γαλάζιο αιθέρα τόση αγαλλίαση. Πουθενά αλλού η φύση δεν απελευθερώνει τόσες μεγάλες δόσεις ανανεωτικής ενέργειας και το έαρ δεν είναι τόσο γλυκύ. Ίσως είναι γιατί το πάθος πάει πολύ στα νησιά. Ίσως είναι κι αυτό. Η ανάσταση της φύσης, που στα νησιά είναι τόσο διεγερτική προς όλες τις αισθήσεις, με τις εικόνες της, τη μελωδία της, τις μυρωδιές της. Μπορεί ακόμη-ακόμη και γιατί όλο αυτό το ειδυλλιακό σκηνικό του Πάθους να είναι αναπάντεχο για τους μη εξοικειωμένους επισκέπτες. Πως αυτοί οι βράχοι που αυτοκαμινίζουν όλο το μακρύ μεσογειακό καλοκαίρι μέσα στη λάβα του παντοκράτορα ήλιου, γίνεται ως δια μαγείας να ανθίζουν πάνω τους χρώματα, αρώματα και ζωγραφιές. Κι οι λευκές αυλές; Πώς γίνεται τώρα να βγάζουν τόσα λουλούδια για να στολίσουν τον Επιτάφιο; Πόσο καλά κρυβόντουσαν μέσα στη δροσιά της γης οι άσπροι κρίνοι όλο το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και το χειμώνα, για να σηκώσουν το πάλλευκο κεφάλι τους τώρα που τους χρειάζονται για να εξωραΐσουν τη νεκρική κλίνη του Ιησού; Και τα μυριάδες μυροβόλα ροδοπέταλα – στα χρώματα του ουρανού και της θάλασσας όταν βασιλεύει ο ήλιος –, που σκεπάζουν ολόκληρο το σώμα Του, που βρήκαν τόση δύναμη για να ανθίσουν;»
Κάλλος, Λόγε, πριν, ουδέ είδος εν τω πάσχειν έσχες, αλλ’ εξαναστάς υπερέλαμψας, καλλωπίσας τους βροτούς θείες αυγαίς.
Κι όλες αυτές οι μαργαρίτες πού βρέθηκαν; Ζόλιες ολόκληρες, μέτρα πολλά, κρεμασμένες στο λαιμό του Εσταυρωμένου για να διασκεδάσουν το αφόρητο στεφάνι, που κι αυτό, όμως, είναι πλεγμένο με χλοερά, αλλά εξίσου αιχμηρά, αγκάθια. Τις μάζεψαν ευλαβικά τα νεαρά κορίτσια από τους ολάνθιστους λειμώνες, που όλες τις άλλες εποχές φαντάζουν αχυρένιοι, και τις πέρασαν με το βελόνι σε κλωστή, με υπομονή, μέχρι να συνθέσουν αυτό το μυροβόλο περιδέραιο που αφιερώνουν στον Χριστό, τη Μεγάλη Πέμπτη, μόλις υψωθεί ο Σταυρός και ολοκληρωθεί η προσομοίωση της Σταύρωσης. Πριν, μέσα στα πανεράκια που φύλαγαν τις ζόλιες, είχαν και ροδοπέταλα, και με αυτά έραιναν το σώμα του Εσταυρωμένου – που σήμερο κρεμμάται επί ξύλου – στη διάρκεια της πορείας του προς τον Σταυρό. Κι όταν παραμερίζεις τις πυκνές ζόλιες για να προσκυνήσεις, σε μεθά το άρωμα της Πίστης, ένα ευωδιαστό σύνολο από τις μυρωδιές των λουλουδιών, του θυμιάματος, του αγνού κεριού που καίγεται, και του πνεύματος που φλογίζεται. Κι όλα αυτά – «άφραστον θαύμα», «ζωής θησαυρός», «όλβιος τάφος» (ευτυχισμένος, πλούσιος), «γλυκύ έαρ», «μύρα τοις θνητοίς» – εις σωτηρίαν (της ψυχής) ημών των μελωδούντων:
Όλβιος τάφος! εν εαυτώ γαρ δεξάμενος ως ὑπνούντα τον δημιουργόν, ζωής θησαυρός θείος ἀναδέδεικται εις σωτηρίαν ημών των μελωδούντων: Λυτρωτά, ο Θεὸς ευλογητὸς ει.