Η πορεία των Εικόνων της Ολύμπου μέσα στα μυστήρια της φύσης και του πολιτισμού της
Η Όλυμπος κοιτάζει το μέλλον, μένοντας προσηλωμένη στο παρελθόν, εκεί που κυριαρχούν οι ζώσες σκιές των προγόνων, ιδιαιτέρως των σπουδαίων μερακλήδων. Γιατί στην Όλυμπο το γλέντι είναι ταυτότητα, και ταυτότητα σημαίνει ιδεολογία και μνήμη. Όλα αναδύονται στο γλέντι και στο χορό στο Πλατύ, κι ο σεβασμός, και η μερακλοσύνη, και η αρετή, και η κοινωνικότητα, και ο πλούτος, και η ομορφιά, και ο έρωτας. Αλλά, κυρίως, είναι λατρεία των προγόνων, και υπόσχεση ότι δεν θα τους ξεχάσουν ποτέ• για την ακρίβεια, δεν θα τους εγκαταλείψουν και θα αγωνιστούν να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη τους, που σημαίνει τα παραδομένα ιερά και όσια. Κι η περιφορά των εικόνων τη Λαμπρή Τρίτη σε ζωτικά σημεία της επικράτειας της Ολύμπου, είναι αυτό ακριβώς, η Ανάσταση της μνήμης των νεκρών και η εκδήλωση πίστης στις παρακαταθήκες τους.
Η Όλυμπος είναι μια νίκη του ανθρώπου επάνω στην σκληρή γη, τον Προφήτη Ηλία, το Κορύφι, τους αβυσσαλέους γκρεμούς του Σαραντάκοπου, του Λευκαντείου, του Αναπρόσωπου, της Κόκκινης Ρίζας και όλης της Ασίας, τοπία που προσομοιάζουν με τα συννεφιασμένα πρόσωπα των γυναικών, που πριν λίγες ημέρες στόλισαν τον Επιτάφιο με άνθη και φωτογραφίες των προσφιλών προσώπων που «έφυγαν» για το μακρύ ταξίδι. Η Όλυμπος είναι μια μικρή νίκη επάνω στο χρόνο που κυλά χωρίς να μας λογαριάζει. Μια ελάχιστη κοινότητα νησιωτών – η άλλη όψη της νησιωτικότητας αγκιστρωμένη στα βουνά – μοιάζει να γυρίζει τα ρολόγια της αλλιώς, με την αντίστροφη φορά των δεικτών της παγκοσμιοποίησης, ένα κρυμμένο σημαδάκι πάνω στην υδρόγειο, αλλά περίοπτο γι αυτούς που έχουν τάξει τη ζωή τους να ανακαλύπτουν τις μοναδικότητες.
Έτσι μας συστήνεται η Όλυμπος, στο βόρειο άκρο της Καρπάθου, καθώς τρέχουμε με μεγάλη ταχύτητα επάνω στη διαγώνιο του Αιγαίου με το αεροσκάφος. Μέχρι τότε ο χάρτης του Αιγαίου ανοίγει φυσιολογικά μπροστά στα μάτια μας, αλλά μετά την Αμοργό, που αρχίζουμε να χαμηλώνουμε για να πιάσουμε το βόρειο άκρο της Καρπάθου από τη Σαρία – με τον μοναδικό, παλιό, πειρατικό οικισμό – όλα αλλάζουν προς το υπερβατικότερο. Η Όλυμπος, θρονιασμένη στις κόψεις των βουνών, φωνάζει από μακριά ότι δεν είναι του κόσμου ετούτου.
Ο κόσμος ετούτος και ο άλλος κόσμος βρίσκονται σε μια αδιάκοπη επικοινωνία στην Όλυμπο. Οι ζωντανοί κοσμοπολίτες τρέφουν απεριόριστο σεβασμό σε αυτούς που έφυγαν από τη ζωή, μυώντας τους πριν στα μυστήρια του ιδιόρρυθμου πολιτισμού του χωριού τους, που ποθούν να τα κρατήσουν ζωντανά για πάντα. Και το πιο αξεδιάλυτο μυστήριο είναι αυτό ακριβώς, η αναζωογόνος επικοινωνία των ζωντανών με τους νεκρούς που τους παρέδωσαν τα ιερά και τα όσιά τους. Αυτό συμπαρασύρει τους πάντες που έχουν κάποια σχέση με την κοινότητα. Όπως ο Άλεξ από το Παρίσι, που έστειλε το δικό του μοιρολόι γραμμένο στα γαλλικά και παρεκάλεσε να το καρφιτσώσουν ανάμεσα στα λουλούδια του Επιταφίου, μαζί με τα άλλα που ανάρτησαν οι αυτόχθονες. «Για τη Ντομινίκ, τη γυναίκα μου που τόσο την Όλυμπο αγαπούσε» έγραφε στα ελληνικά και συνέχιζε με γαλλικά να μιλάει για μιαν αγάπη με την οποία ταξίδεψαν μαζί πέρα από τους ορίζοντες. Ο Άλεξ και η Ντομινίκ έρχονταν κάθε χρόνο στην Κάρπαθο, αλλά αυτή τη χρονιά δεν θα έρθουν. Η Ντομινίκ έφυγε για το ταξίδι χωρίς γυρισμό. Και το ταξίδι χωρίς γυρισμό είναι θάνατος.
Ο θάνατος όμως στην Όλυμπο παίρνει μια άλλη ζωντάνια, όσο οι νεκροί λογίζονται ανάμεσα στους ζώντες. Να, αυτή η συγκλονιστική πομπή της Λαμπρής Τρίτης με τα λάβαρα και τις τέσσερις εφέστιες εικόνες, μέσα στην ανοιξιάτικη φύση, γίνεται για να πάνε στους τεθνεώτες το ελπιδοφόρο μήνυμα της Ανάστασης, αλλά κατά βάθος είναι μια λιτανεία για την επίκληση της βροχής, του βασικού συστατικού της ζωής επάνω στους κοφτερούς βράχους.
Δεν μπορώ να φανταστώ όλα αυτά διαχωρισμένα από την σπαρακτική φωνή της Ολύμπου, τον παπά Γιάννη Διακογεωργίου, τον πρωτομερακλή θεματοφύλακα της εκκλησιαστικής τάξης, αλλά και της παραδοσιακής τάξης του γλεντιού. Ο παπά Γιάννης προσωποποιεί το αδιαχώριστο και ομοούσιο των Μυστηρίων της Εκκλησίας και των μυστηρίων του ολυμπίτικου γλεντιού. «Εγώ δεν διασκεδάζω όταν γλεντώ» εξομολογείται ο παπά Γιάννης στον Γιάννη Χατζηβασίλη. «Εγώ κλαίω, και με τη συγκίνηση έρχομαι σε ευθυμία. Δεν περιμένω να πιω για να έρθω στο κέφι. Λέω μαντινάδες πένθιμες, και με τη σκέψη μου, τις αναμνήσεις μου, βυθίζομαι στο γλέντι. Αυτό είναι το μερακλίκι μου, με αυτά ασχολούμαι, αυτά τραγουδάω, αυτά λέω. Ό,τι κι αν κάνεις, αν δεν έχεις το μερακλίκι μέσα σου, δεν κάνεις τίποτε. Που σημαίνει ότι προσπαθείς για κάτι που αγαπάς, με όρεξη, μεράκι και διάθεση».
Στην ατμοσφαιρική εκκλησία της Κοίμησης στο Πλατύ, ο παπά Γιάννης ετοιμάζει τα φλάμπουρα, τον ιστό με την ελληνική σημαία που θα πάει μπροστά και τα λάβαρα της Ανάστασης που θα ακολουθήσουν. Κατεβαίνουν και οι βαριές εικόνες από το τέμπλο, του Χριστού και της Παναγίας με τα ασημένια «πουκάμισα», του ευαγγελιστή Ιωάννη και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Ο Γιάννης Πρεάρης, υποδηματοποιός των ολυμπίτικων παραδοσιακών στιβανιών και γλεντιστής με το λαούτο του, «ντύνει» τις εικόνες με πολύχρωμα μαντίλια. κεντημένα με μεγάλα άνθη. «Φορά» στον Χριστό ένα μαύρο μαντήλι με κόκκινα ρόδα, αλλά δεν του αρέσει και δένει γύρω από την εικόνα ένα άλλο λευκό με ανάλογη διακόσμηση. Ο μερακλής λυράρης και τραγουδιστής Μιχάλης Ζωγραφίδης σηκώνει στον ώμο του την εικόνα του Προδρόμου και βγαίνει πρώτος από την εκκλησία.
Σε κάθε εκκλησάκι επάνω στο κεντρικό σοκάκι της Ολύμπου – στον Άγιο Βασίλειο, στην Αγία Βαρβάρα, στον Άγιο Νικόλαο – ακουμπούν τα λάβαρα στον τοίχο και τις εικόνες στο πεζούλι και ο παπά Γιάννης γονατίζει, βγάζει το καλυμμαύχι του και αναπέμπει ευχές. Έτσι φτάνουν στο νεκροταφείο, όπου τα χρώματα της ζωής σμίγουν με τη μελαγχολία της απουσίας. Η Κυραννήα, η Μαγκαφούλα, η Ερνήα, ιδιαίτερα ονόματα, όπως ξεχωριστή είναι και η εμφάνισή τους με τα στιβάνια, το καβάι ή το χιλιόχρωμο σακοφούστανο των λεύτερων κοριτσιών, στέκονται δίπλα στους οικογενειακούς τάφους, και μόλις ο παπά Γιάννης πει στον καθένα ξεχωριστά το «Χριστός Ανέστη», αρχίζουν να κερνάνε για συγχώρεση, τούρτες που ζύμωσαν και φούρνισαν οι ίδιες, και μυζήθρα φρέσκια και κάθε λογής γλυκά.
Οι φωτογραφικές μας μηχανές, σύγχρονα θαύματα της τεχνολογίας, μένουν εκστατικές απέναντι στα παλαιά θαύματα της παράδοσης. Η πομπή, μπαίνει σε μονοπάτια ανάμεσα στις ξερολιθιές, που λες ότι διασχίζουν την άνοιξη. Κατεβαίνουν στη ρεματιά και ανεβοκατεβαίνουν λόφους που έχουν στις κορφές τους λευκά εκκλησάκια με γαλάζιο περίγραμμα. Πάει στο εκκλησάκι του Πανορμίτη, απέναντι από το νεκροταφείο, και μετά ανεβαίνει στον Άγιο Ευστάθιο, βαδίζοντας επάνω στη λοφογραμμή που τους επιτρέπει να προβάλλονται επάνω στον θαυμάσιο οικισμό που μοιάζει να την παρακολουθεί μεγαλόπρεπος, όσο και αυστηρός, από απέναντι.
Η πομπή κατεβαίνει με κόπο στο βάθος της ρεματιάς και σταματά στην πηγή και το εκκλησάκι της Ελαιημονήτριας, για να ξεκουραστεί και να δροσιστεί η Παναγία, και γι αυτό ο παπά Γιάννης βουτά το ματσάκι τον βασιλικό στην πηγή και αγιάζει την εικόνα Της. Με την ευκαιρία ξεκουράζονται και οι άνθρωποι, πριν αναλάβουν για να ανέβουν τον απότομα ανηφορικό δρόμο προς τον Άγιο Παντελεήμονα και μετά να κατέβουν στην Αγία Τριάδα.
Η Όλυμπος στέκει στην απέναντι πλαγιά και παρακολουθεί την πομπή που περιγράφει τον ζωτικό της χώρο με ένα προστατευτικό τόξο από κάθε κακό. Από την άλλη μεριά την προστατεύουν οι απότομοι γκρεμνοί. Έτσι, η πομπή, πατεί τα σκαλοπάτια των πιο χαμηλών σπιτιών του χωριού, και ξεκινά να ανεβαίνει προς το Πλατύ, ολοκληρώνοντας τη λιτανεία μπροστά στην εκκλησία της Κοίμησης. Εκεί θα προσκυνήσουν και θα «θρονιάσουν», ξανά, τις Εικόνες. Αυτό το προνόμιο του «θρονιαστή», που σημαίνει ευλογία, απονέμεται στον πιο γενναιόδωρο στον πλειστηριασμό χρηματικών δωρεών προς την εκκλησία, για την κάθε εικόνα ξεχωριστά, ξεκινώντας από την Παναγία. Ο θρονιαστής σηκώνει την εικόνα που αξιώθηκε να αναλάβει και τη βάζει, με τη βοήθεια των άλλων, στη θέση της στο τέμπλο.
Πάμε να ξαποστάσουμε από την κοπιαστική πορεία στο Σελάι, στο καφενείο του σπουδαίου τσαμπουνιέρη Αντώνη Ζωγραφίδη που κι αυτός, ανήκει στον άλλο κόσμο. Υπάρχει όμως μαζί μας, γύρω μας, στις φωτογραφίες από γλέντια, όπως αυτό που θα αρχίσει σε λίγο έξω από την πόρτα του καφενείου του. Ο αδερφός του Μιχάλης Ζωγραφίδης πιάνει τη λύρα του πριν την ώρα της και τραγουδά σιγανά:
Τούτος ο τόπος που θωρείς, δεν είναι καφενείο
Είν’ χώρος παράδοσης και του γλεντιού σχολείο.
Έξω στο τρίστρατο, μπροστά στο καφενείο του Ζωγραφίδη και το εστιατόριο του Φιλιππάκη, αρχίζει το γλέντι. Τραγουδά ο παπά-Γιάννης και μετά κι άλλοι, κι άλλοι. Ο Γιάννης Αντιμισιάρης πιάνει την τσαμπούνα του. Ήταν θλιμμένος μερικά χρόνια και τώρα ξεπένθισε και παίζει με πάθος για πρώτη φορά μετά από καιρό. Και βγάζει μια αρχέγονη μελωδία, από τα βάθη της θλίψης, από τα βάθη της ψυχής της Ολύμπου. Η μελαγχολία του πένθους και της ανάμνησης, που εκρήγνυται στο τραγούδι της ζωής.
Ωραίες φωτογραφίες. Ο Νίκος Μαστροπαύλου κινείται αποτελεσματικά με το κρυμμένο καο το φανερό, εταξύ της αινιγματικότητας κα της έκπληξης.