Στην κουζίνα με τον Πικάσο και τους ζωγράφους ή πως η τέχνη νοστιμεύει το φαγητό μας
Το φαγητό είναι γιορτή για όλες τις αισθήσεις, και για τα μάτια. Ιδιαιτέρως όταν η τέχνη το μετουσιώνει σε τροφή για το σώμα και τον νου. Εδώ, ο Επίκουρος μάς ψιθύρισε από τον διαβόητο Κήπο του, ότι δεν έχει βαθύτερο νόημα να κυνηγούμε τις εφήμερες απολαύσεις, αλλά τις διαρκείς, τις αενάως επίκαιρες, τη μακαριότητα όλου του βίου, και όλων των εκφάνσεών του, την ολοκληρωτική ηδονή με φρόνηση. «Ζειν ηδέως» με «συμμέτρησιν». Κι η τέχνη αυτό ακριβώς κάνει. «Συμμετρά» τα πράγματα και παγιώνει την απόλαυσή τους στο διηνεκές. Όπως τον κεντρικό σκελετό ενός νόστιμου ψαριού της Μεσογείου, που ο Πικάσο, λίγο πριν, ξεκοκάλισε με φανερή ηδονή.
Ήταν Απρίλιος του 1957 στην τραπεζαρία του σπιτιού του στις Κάννες. Ο φωτογράφος David Douglas Duncan, ο οποίος εκείνο το μεσημέρι πήρε μερικές υπέροχες φωτογραφίες του Πικάσο, διηγείται ένα στιγμιότυπο που συνοψίζει τη στενή σχέση του σπουδαίου ζωγράφου και της τέχνης του με το φαγητό: Ο Πικάσο είχε μόλις φιλετάρει με σχεδόν χειρουργική ακρίβεια το ψάρι του, όταν πήρε το κεντρικό ψαροκόκαλο για να το απογυμνώσει εντελώς και από τα τελευταία υπολείμματα ψαχνού. Άφησε προσεκτικά το κεντρικό ψαροκόκαλο, ακέραιο, στο πιάτο του και εξαφανίστηκε. Επέστρεψε με μια πλάκα υγρού πηλού. Είχε ευχαριστηθεί το κρουστό κρέας του φρέσκου ψαριού, αλλά τώρα αισθανόταν την ανάγκη να αποθανατίσει για πάντα και την οπτική απόλαυση του σκελετού του. Και το πέτυχε.
Από τα πρώτα βήματα του στη ζωγραφική, όταν ακόμη ζούσε στη Βαρκελώνη έως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920, το φαγητό είχε κερδίσει εξέχουσα θέση στην τέχνη και τη ζωή του Πικάσο. Σχεδόν κάθε βράδυ πήγαινε στο εστιατόριο El Quatre Gats – το οποίο λειτουργούσε στην καρδιά της Γοτθικής Συνοικίας από το 1897 και ήταν από την αρχή στέκι νέων καλλιτεχνών – για να φάει, να πιει και να συναντήσει τους φίλους του· και ποτέ δεν πήγαινε χωρίς να έχει μαζί του μολύβι και μπλοκ σχεδίου. Εκείνα τα πρώτα σχέδια του εξαιρετικά ταλαντούχου νέου ζωγράφου είχαν ως θέμα τους τη λειτουργία του φαγητού, και συνήθως κατέληγαν σε αυτό και στο ποτό. Στο τέλος της βραδιάς ο Πικάσο τα πουλούσε σε πλειστηριασμό και οι τιμές που έπιαναν ήταν ισόποσες με μια φιάλη κρασί. Στους χώρους του El Quatre Gats οργάνωσε και τις δυο πρώτες εκθέσεις του.
Ο πλέον προβεβλημένος σεφ στον Πλανήτη, θρέμμα και αυτός της Βαρκελώνης, Φεράν Αντριά, λέει ότι κάθε δημιουργός επιθυμεί να μοιάζει στον καινοτόμο Πικάσο. Ο εμπνευστής του θρυλικού εστιατορίου El Bulli, με ρηξικέλευθες ιδέες για το πώς μπορεί να είναι η υψηλή μαγειρική, οπωσδήποτε εκτός της πεπατημένης, εξερεύνησε την διά βίου σχέση του Πικάσο με το φαγητό, στη διάρκεια της έκθεσης «Picasso’s Kitchen», που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Πικάσο στη Βαρκελώνη, από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο του 2018. Εκεί είπε επίσης ότι έχει δυο πρόσωπα αναφοράς στη ζωή του, τον Πικάσο και τον Γιόχαν Κρόιφ, τον εγκεφαλικό ποδοσφαιριστή και προπονητή της Μπαρτσελόνα, για τον οποίο είπε ότι είναι ο Πικάσο του ποδοσφαίρου.
Για τον Πικάσο, η κουζίνα ήταν το κέντρο του σπιτιού, εστία τροφής, ζεστασιάς και συντροφιάς, η οποία κατάγεται από τις αρχέγονες περιοχές της προϊστορίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα πρωτόγονα τεχνουργήματα συγκινούσαν και ενέπνεαν τον Πικάσο με τον ενστικτώδη αυθορμητισμό τους. Όπως και η αενάως επίκαιρη μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων, η οποία συνόψιζε με φαντασία αλλά σε συνθήκες ανθρώπινης καθημερινότητας τους προπατορικούς μύθους της Μεσογείου. Είπε, κάποτε, ο Πικάσο ότι αν σύρεις τη γραμμή της ζωής του, θα σχηματίσεις το μυθικό τέρας του Λαβύρινθου, τον Μινώταυρο. Και ο Πικάσο αρέσκονταν συχνά να ασκείται στην μονοκοντυλιά. Όλα αυτά, η αρχέγονη δημιουργικότητα του ανθρώπου, η ζεστασιά της λειτουργίας της τροφής του – που ήταν και η κινητήριος δύναμη της εξέλιξης του πολιτισμού του – η έμπνευση από τη μυθολογία και τα ζωγραφισμένα αγγεία της Κλασικής Ελλάδας, η παράδοση της Μεσογείου, όλα ενυπάρχουν και επιβεβαιώνονται από τα κεραμικά του Πικάσο.
Στο Παρίσι της γερμανικής κατοχής, το φαγητό ήταν δυσεύρετο και ο Πικάσο ζωγράφιζε ό,τι λαχταρούσε να γευτεί. Έτσι προέκυψαν οι πιο νόστιμες «νεκρές φύσεις» του. «Ποιος θα τολμούσε» έλεγε «να πετάξει το ψωμί στο ποτάμι τότε; Τίποτε δεν ήταν πολυτιμότερο για εμάς. Ένα ποτήρι κρασί ήταν τόσο πολύ επιθυμητό, που γινόταν έργο ζωγραφικής». Και μετά την απελευθέρωση, το φαγητό παρέμεινε στο επίκεντρο της τέχνης του Πικάσο, κυρίως με τα κεραμικά του. O Γουίλιαμ Κουκ, σε άρθρο του στην ιστοσελίδα του BBC με αφορμή την έκθεση «Picasso’s Kitchen», γράφει χαρακτηριστικά ότι τα κεραμικά ψήνονται όπως το ψωμί στο φούρνο. Μετά χρησιμοποιούνται για μαγείρεμα και για φαγητό και μας είναι δύσκολο να σκεφτούμε κάποια άλλη μορφή τέχνης που να είναι πιο σχετική με τα τρόφιμα και τα ποτά.
Έχουμε το προνόμιο να παρακολουθήσουμε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης έναν θεϊκό διάλογο: «Πικάσο και αρχαιότητα, γραμμή και πηλός». Σε ανύποπτο χρόνο, πριν το 1923 και πριν γίνει «ο παγκόσμιος Ανδαλουσιανός», είχε πει: «Για εμένα δεν υπάρχει παρελθόν ή μέλλον στην τέχνη. Εάν ένα έργο τέχνης δεν μπορεί να ζει πάντα στο παρόν, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρείται τέτοιο. Η τέχνη των Ελλήνων, των Αιγυπτίων, καθώς και των μεγάλων ζωγράφων που έζησαν σε παλαιότερες εποχές δεν είναι τέχνη του παρελθόντος. Ίσως είναι περισσότερο ζωντανή σήμερα παρά ποτέ». Αυτό, λοιπόν, είναι το μυστικό της αιώνιας νεότητας.
Δες το μικρό, πήλινο, ερυθρόμορφο πινάκιο με την παράσταση των καλοσχεδιασμένων περκών, του 350-340 π.Χ. και την πιατέλα του Πικάσο με τα ανάγλυφα, επιζωγραφισμένα, ψάρια. Σίγουρα ο σύγχρονος ζωγράφος δεν είχε δει το έργο του αρχαίου αγγειογράφου, αλλά μεταπλάθοντάς το με τις δικές του χειρονομίες και τον δικό του νου, ανανέωσε τον βίο του και τον προέκτεινε για πάντα στο μέλλον, στο οποίο τα δύο έργα θα βαδίζουν χέρι – χέρι. Το ίδιο συμβαίνει και με τις Χάριτες, τις Μούσες, τον Πάνα, τους Σατύρους, τον Διόνυσο, τον Μινώταυρο, τους ταύρους, τους Κενταύρους, τη Λυσιστράτη. Η νέα ματιά σημαίνει και νέα ζωή.
Ο Πικάσο επινόησε τη δική του αρχαιότητα. Δεν αρκέστηκε στην παρατήρηση του κόσμου που τον περιέβαλε, αλλά δημιούργησε τον δικό του· και εν μέρει τον έπλασε στο μικρό χωριό της Κυανής Ακτής, το Βαλορί, εκμεταλλευόμενος την ενδημική παράδοση της αγγειοπλαστικής και την τεχνογνωσία του εργαστηρίου Μαντούρα, που είχε μυηθεί στα μυστικά του πηλού. Όπως είπε ο εγγονός του, από τον γιο που απέκτησε με την πρώτη σύζυγό του Όλγα Κοκλόβα, Μπερνάρ Ρουίζ Πικάσο, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Lifo και στη δημοσιογράφο Τίνα Μανδηλαρά, με αφορμή την επίσκεψή του στην Ελλάδα με την ευκαιρία της έκθεσης, «ο Πικάσο δεν έπαψε ποτέ να παρασύρεται από τη στιγμή, τα πηγαία συναισθήματα»· όπως την ηδονή του αγαπημένου του γεύματος – ψάρια, χόρτα, λίγο κρασί, φρούτα – σε σκεύη που ο ίδιος είχε διακοσμήσει.
Όλα αυτά τα κεραμικά που πλάθουν και διακοσμούν οι εικαστικοί καλλιτέχνες κάνουν τη ζωή μας ομορφότερη και τη λειτουργία του φαγητού απολαυστικότερη. Ο Αλέκος Φασιανός έγραψε, κάποτε, για τον Πικάσο: «Κοιτάξτε με τι έξυπνο τρόπο περιγράφει το θέμα του. Η δυσκολία είναι πώς να ταυτίσεις τη σκέψη σου με το χέρι σου. Πρέπει να το φανταστείς απόλυτα, με γνώση τρομερή της φύσης. Ζηλεύω τον Πικάσο, σχεδιάζει σαν να γράφει, σαν ένας βιολιστής που γνωρίζει τόσο καλά το όργανό του που μας γεμίζει μελωδίες χωρίς να σκέφτεται (…)» («Πάμπλο Πικάσσο, Ο ζωγράφος του 20ου αιώνα», Επιμέλεια Θανάσης Θ. Νιάρχος, Εκδόσεις Καστανιώτη). Και τώρα στο σπίτι του συλλέκτη Θανάση Μιχαηλίδη στη Βουλιαγμένη, τα έργα του Αλέκου Φασιανού, του Λεονάρντο Κρεμονίνι, του Γιάννη Τσαρούχη, του Γιάννη Μόραλη, του Στέφανου Δασκαλάκη, του Γιώργου Ρόρρη, της Ειρήνης Ηλιοπούλου, του Γιάννη Αδαμάκη και πολλών άλλων ζωγράφων, μας κοιτάζουν και τα κοιτάμε, καθώς κοινώνουμε το κατάμαυρο, μεσογειακό, σουπιοπίλαφο στα πιάτα που ζωγράφισε ο Γιώργος Χαδούλης. Δίπλα, οι γαρίδες σε πιατέλα του Αλέκου Φασιανού και παραδίπλα τα μακαρόνια που συνοδεύουν, σε μια λεκάνη με ψάρια ζωγραφισμένα από τον Κώστα Παπατριανταφυλλόπουλο, στενή συγγενής με το πινάκιο του αρχαίου ζωγράφου με τις πέρκες.
Η εικαστική αναλαμπή της κατακόκκινης ντομάτας, ειδικά όταν τα μισοφέγγαρα κομμάτια της πέφτουν στην γαβάθα του Γιώργου Χαδούλη, κάνει πιο προκλητική αυτή τη γεύση της Μεσογείου, που ταιριάζει με το ιερό ελαιόλαδο, το χοντρό θαλασσινό αλάτι, την ατίθαση κάπαρη και την αρωματική ρίγανη, που όλα τους φτάνουν στην ωριμότητα κάτω από τον καταιγιστικό ήλιο. Και σ’ αυτό το γεύμα η Μεσόγειος λικνίζει τα σχήματα, τα χρώματα και τις γεύσεις της. Οι ελιές διανθισμένες με κρίθαμα στην πιατέλα της Ειρήνης Ηλιοπούλου, όπως και τα κασιώτικα ντολμαδάκια και τα μπαρμπούνια σαβόρι. Στο ίδιο τραπέζι και το τυρί, η ακριβοθώρητη εκτός Κάσου ελαϊκή στην πιατέλα του Αλέξη Βερούκα και τα αλαζάνια με τη σιτάκα – ένα επίσης ενδημικό μαλακό τυρί – αρτυμένα μέσα στη λεκάνη του παραδοσιακού κεραμίστα Αντώνη Ατσόνιου από το Βαθύ της Σίφνου.
Τα φρούτα του καλοκαιριού της Μεσογείου προβάλλουν πιο γλυκά και προκλητικά από το κεραμικό «καλάθι» της πιο ευφάνταστης ζωγράφου και κεραμίστριας Κατερίνας Γιάννακα, καμωμένα από χρώματα, σχήματα και φωτιά. Τι να σκέφτεται άραγε όταν βγαίνουν ακέραια και λαμπερά από το καμίνι της στην Αίγινα; Ξέρω τι σκεφτόμαστε εμείς που τα βλέπουμε. Ο Μπερνάρ Ρουίζ Πικάσο είχε πει: «Δεν ξέρω αν οι καλλιτέχνες ή οι σπουδαίοι άνθρωποι μπορούν να είναι ποτέ ευτυχισμένοι. Τα πράγματα είναι περίπλοκα στην περίπτωσή τους». Εμείς, όμως, ήμαστε ευτυχισμένοι στη συντροφιά με τα έργα τους.
Η έκθεση «Πικάσο και Αρχαιότητα, Γραμμή και Πηλός» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης θα διαρκέσει έως τις 20 Οκτωβρίου 2019.