Τάσος Μαντζαβίνος, ο φίλος μου ο δράκος

Ο Τάσος Μαντζαβίνος είναι σπουδαίος ζωγράφος γιατί έχει κερδίσει τη θεία φώτιση να μιλά με ενστικτώδη γλώσσα για περισπούδαστες ιδέες· όχι μόνο στο κοσμογονικού, δημιουργικού, χάους εργαστήριό του, αλλά και στις καθημερινές μυσταγωγικές συναναστροφές.
Απολαμβάνοντας τη συντροφιά του και την ειδωλολατρική φαντασία του, κάθε τόσο, αναζητώ το μπλοκάκι μου για να προλάβω να καταγράψω την ατάκα που μοιάζει να ήρθε από το πουθενά – για την τέχνη ή τη ζωή, που είναι ένα και το αυτό για εκείνον – πριν την σπρώξει στο σκοτεινό βάθος της μνήμης μου η επέλαση της επόμενης. Και ο Τάσος, συνήθως, είναι παθιασμένα καταιγιστικός:



«Δεν παίρνω στα σοβαρά τον εαυτό μου, αλλά παίρνω στα σοβαρά αυτό που κάνω. Το μόνο πράγμα που είναι ελεύθερο σ’ εμένα, είναι το μυαλό μου. Η ζωγραφική θέλει απέραντη μοναξιά. Γιατί να ζωγραφίσω όταν είμαι ευτυχισμένος, ανόητος είμαι; Αν δεν υπάρχει και ένα ψήγμα θανάτου μέσα σου, τι θα σε κάνει να ζωγραφίζεις τόσες ώρες; Αν είσαι σίγουρος ότι κάνεις τέχνη, είσαι ψωνάρα, γιατί η τέχνη είναι κατ’ αρχήν αμφισβήτηση και του ίδιου του εαυτού σου. Πώς μπορείς να λες ότι κάνεις τέχνη και να μην έχεις σχίσει πεντακόσια έργα; Μέλει να αποδειχθεί αν κάνουμε τέχνη. Το μέλλον το βρίσκεις, το παρελθόν είναι δύσκολο να βρεις. Η Παράδοση είναι ό,τι πιο προοδευτικό γιατί έρχεται σε ρήξη με την κρατούσα άποψη. Είναι επανάσταση. Δεν μπορώ να υπάρξω μόνος μου. Χρειάζεται να υπάρχουν και άλλοι γύρω μου. Ζωγραφίζεις γιατί δεν μπορείς να ισορροπήσεις αλλιώς· είναι τρόπος ζωής. Για να είσαι καλός ζωγράφος πρέπει να βρίσκεσαι σε κόντρα με την κρατούσα άποψη γύρω σου»…
…«Γιατί φοβάστε τη μοναδικότητα; Πρέπει να γίνω ήρωας σαν τον Χαλεπά; Δεν γίνεται να σπρώχνουμε στο περιθώριο, ό,τι καλύτερο έχουμε στην τέχνη, τον Διαμαντόπουλο, τον Τσαρούχη, τον Μπουζιάνη, και τον Παρθένη ακόμη. Οι ζωγράφοι είναι ελάχιστοι». Ο αφορισμός έρχεται ένθετος στη σημειολογία της σύγχρονης ελληνικής εικαστικής σκηνής, που σχεδιάζει στο μπλοκάκι μου, παρακινούμενος από τα πρόσωπα των δημιουργών που προσέγγισε «μέσα από τον αγωγό του πάθους». Το πάθος για τον Τάσο είναι δύναμη – ανάλογη της πίστης – και βάσανο μαζί, γιατί η τέχνη του εμπεριέχει, διάχυτη, την αγωνία και τη μελαγχολία, τις μεγάλες δυνάμεις που συμπιέζονται μέσα του και εκρήγνυνται επάνω στην άμωμη επιδερμίδα του έργου, στο χαρτί, στον μουσαμά, στο ξύλο, το μέταλλο ή την πέτρινη μήτρα της λιθογραφικής πλάκας. Ο Καραγκιόζης, ο Καρυωτάκης, ο Πόου, ο ζωγράφος, ο πατέρας, η μητέρα, οι τσολιάδες, οι λήσταρχοι, οι κωπηλάτες, οι εφιάλτες, οι άγιοι, οι δράκοι, θα σώσουν εμάς και τον κόσμο ολάκερο.

Ο Τάσος εκτιμά και αγαπά τους φόβους μας και τις αποστροφές μας. Ίσως, γιατί, κι εκείνος έχει πολλές, αιτιολογημένες, φοβίες, στις οποίες, για να τις ξορκίσει, ψάχνει να βρει στο βάθος τους ομορφιά και ηθικά ερείσματα. Το ξέρω, θα εισπράξω την εντονότατα παραστατική διαφωνία του, γιατί, εκείνος, δεν νοιάζεται να κάνει όμορφη και ευχάριστη ζωγραφική, παρά αληθινή· αλλά εγώ επιμένω ότι η ομορφιά υπάρχει και στην αφήγηση άσχημων και δυσάρεστων καταστάσεων. Εξ άλλου, για την υπερβατική κατάσταση της συγκίνησης, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι, αν κάθε στιγμή που διαρκεί είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο συναίσθημα. Και η ζωγραφική είναι η πλέον ανυπότακτη συγκίνηση.

Όλα τα ισχυρά σύμβολα του Μαντζαβίνου συμπλέκονται στην έκθεση «Εγώ και ο Δράκος» που στήνεται τώρα, με την επιμέλεια του Γιώργου Μυλωνά, στην Πινακοθήκη Γκίκα του Μουσείου Μπενάκη. Δίπλα στα φυλαχτά του Καρυωτάκη, ανάμεσα στα έργα του Φώτη Κόντογλου και του Ευγένιου Σπαθάρη, αναδύεται μια φιγούρα από τον κόσμο του Καραγκιόζη, για να μας διηγηθεί μιαν άλλη, εσωστρεφή, ιστορία, διαφορετική από την τυποποιημένη που έχουμε μάθει να επαναλαμβάνουμε στα παραμύθια. Στην πραγματικότητα του ζωγράφου, ο δράκος δεν είναι ο μονοδιάστατα κακός που κάποιος ήρωας αναλαμβάνει να μας απαλλάξει απ’ αυτόν, αλλά, ο ίδιος, γίνεται ήρωας, αυτοπεριθωριοποιείται – κανένας δράκος και ποτέ δεν εμφανίζεται στην πόλη, αλλά το λημέρι του είναι πάντα έξω από τα τείχη – για να στείλει τα μηνύματά του στην κοινωνία.
Η έκθεση του Τάσου Μαντζαβίνου «Εγώ και ο Δράκος» θα πραγματοποιηθεί από τις 7 Νοεμβρίου έως τις 4 Ιανουαρίου 2020, στην Πινακοθήκη Γκίκα (Κριεζώτου 3 και Πανεπιστημίου).
Όταν, ένα χρόνο πριν απολέσουμε τη φυσική παρουσία του Άγγελου Δεληβοριά, προετοίμαζε την επιστροφή του ζωγράφου στο Μουσείο Μπενάκη – μετά την αναδρομική έκθεσή του το 2012, η οποία ήταν και η αφετηρία της γνωριμίας μας, που εξελίχθηκε σε φιλία – μιλήσαμε με τον Τάσο Μαντζαβίνο για τους συμβολισμούς που ενσωματώνει στην έκθεση, της οποίας ο τίτλος, τότε, ήταν «Εγώ ο Δράκος». Η έκθεση αναβλήθηκε, όπως και το άρθρο, αλλά, ο χρόνος που παρήλθε από τότε ωρίμασε την προφητεία. Τώρα που ακούω ξανά τη συνομιλία με τον ζωγράφο, συναρπάζομαι από την δραματικότητα που συσσώρευσε στην αλήθεια της ιδεολογίας της έκθεσης η πραγματικότητα που στο μεταξύ κύλησε ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. «Τι σημαίνει για εμένα ο δράκος;» μου είπε, τότε, ο ζωγράφος. «Είναι ο ξένος».



Ο ξένος βαδίζει καρτερικά επάνω στο όριο του καλού και του κακού. Πάντα, ο βασικός φόβος του ανθρώπου είναι το άγνωστο, αυτό που έρχεται από την κατεύθυνση του αγνώστου, από άλλους κόσμους. Αλλά και πάντα υπάρχει κατά βάθος και η υποψία της συμπόνιας και της αλληλεγγύης για τον πάσχοντα στους δρόμους του κόσμου, που συνήθως τους παίρνει από ανάγκη. Κάποια ανάγκη ή κατάρα φέρνει και τον δράκο στα μέρη μας, για να κουβαλήσει μαζί του δεινά – να πιει το νερό μας και να φάει το ψωμί μας, ίσως και κάποια ωραία κόρη ή νιο – να σπείρει ασθένειες, αλλά κυρίως, ως ξένος, να μας κοιτάξει από απόσταση, αποστασιοποιημένος, με άλλο, διερευνητικό, μάτι. «Είναι αυτός που έχει εποπτεία της κοινωνίας, γνωρίζει τι συμβαίνει στην πόλη, ενώ ζει έξω από αυτήν, και γι αυτό εκπέμπει τρόμο. Ο δικός μου δράκος, των παραμυθιών και της λαϊκής τέχνης, είναι αυτός που, κατά κάποιο τρόπο, κατέχει τη γνώση. Έχει διεισδυτικό βλέμμα που απογυμνώνει τον άλλον, κοινώς τον ξεβρακώνει, αποκαλύπτει την αλήθεια. Κι αυτό οφείλει να είναι και ο ζωγράφος, να λέει την αλήθεια. Να μην χαϊδεύει το γούστο των πολλών».

Στις εικόνες της δρακοκτονίας του Μαντζαβίνου δεν ξέρεις ποιος είναι ο πρωταγωνιστής, ο πάσχων δράκος που φονεύεται ή ο ήρωας Άγιος που τον σκοτώνει. Και δεν ξέρω αν, τελικά, φονεύεται ο δράκος ή ο άγιος. Ζωγραφικά εννοώ, γιατί, συχνά, οι δράκοι του Τάσου είναι πιο ωραιόπλουμοι από τους αγίους. Εξάλλου, οι άγιοι του είναι, συνήθως, αιρετικοί, που φέρνουν του Διγενή Ακρίτα, του Μεγαλέξανδρου, των ληστών των ορέων, του «τσολέα», του Βαν Γκογκ, του «Αγίου των ζωγράφων», ή και του ίδιου, του «Άγιου Μαντζαβίνου». «Το να αποφεύγεις συνεχώς τα στενάχωρα δεν είναι δημιουργικό», λέει. «Ούτε να σου έρχονται όλα στη ζωή βολικά, να παρακάμπτεις τη μελαγχολία». Γιατί όπως γράφει εμβληματικά στον τοίχο του εργαστηρίου του, «η μελαγχολία είναι ευγένεια της ψυχής».