Το χριστόψωμο των παιδικών μας χρόνων
Σαν να βλέπω τώρα τη θεία την Άννα «ανεσκουμπωμένη», με σηκωμένα τα μανίκια δηλαδή, να ζυμώνει με πάθος τη ζύμη για τα κουλούρια των Χριστουγέννων και για τα Χριστόψωμα. Να «γλοθίζει» τη ζύμη, όπως έλεγαν στο νησί αυτή τη ζωηρή κίνηση των χεριών, που έμοιαζε με πάλη με έναν εύπλαστο αλλά επίμονο εχθρό. Αυτή η πολεμική ατμόσφαιρα ήταν απλωμένη σε όλο το σπίτι, που εκείνη τη στιγμή έμοιαζε με το μέτωπο των προετοιμασιών για τη μεγάλη γιορτή, που, χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει ήταν, τελικά, η γέννηση του νέου που μας γοήτευε τόσο πολύ, κάθε χρόνο, χωρίς να χάνει με την επανάληψη την αρχική αξία της.
Όποιος έσπευδε προς βοήθεια, ευχόταν «χίλια κουλούρια» και έπαιρνε θέση γύρω από το μεγάλο τραπέζι στον κύκλο της παραγωγής. Εύχονταν για τα κουλούρια – για να επικαλεστούν πλούσια τα ελέη – γιατί αυτά ήσαν πληθερά, και όχι για τα χριστόψωμα, που ήσαν μεγάλα και γι αυτό λίγα. Η ζύμη τους, όμως, ήταν η ίδια.
Για δυο μεγάλα χριστόψωμα, η θεία η Άννα έβαζε δυο κιλά αλεύρι κοινό για όλες τις χρήσεις και άνοιγε στο κέντρο του μια μεγάλη λακκούβα για να συγκρατήσει το ένα ποτήρι καλαμποκέλαιο που είχε ομογενοποιηθεί με μισό κιλό ζάχαρη. Ήταν ήδη χτυπημένα στο μπρούτζινο γουδί, στο «χαβάνι» όπως το έλεγαν στο νησί, φερμένο από μέρη μακρινά όπως και τα μπαχαρικά, τα γαρίφαλα και τα ξύλα της κανέλας, και, επί πλέον, πρόσθεταν αλάτι, και ένα ποτήρι χλιαρό νερό με διαλυμένη μέσα του διακόσια πενήντα γραμμάρια νωπή μαγιά.
Σε αυτή την κατάσταση βρίσκει τα βασικά υλικά του χριστόψωμου η έναρξη του ζυμώματος. Όμως λείπει ένα. Ένα «βιτάμ» λειωμένο στη φωτιά μέχρι να κάψει και να μυρίσει. Μόλις τα αναμεμιγμένα υλικά άρχιζαν να παίρνουν τη μορφή της ζύμης, η θεία τα έκοβε κομμάτια και τα περίχυνε με το φυτικό βούτυρο. Μετά τα ζύμωνε ξανά επίμονα, μέχρι να το απορροφήσουν και να το ενσωματώσουν.
Η έτοιμη ζύμη αφήνεται στην ησυχία της να ανέβει, κι όταν αυτό συμβεί πλάθουν δυο μεγάλους κλώνους τους οποίους κυλούν στο σουσάμι και μετά τους ταιριάζουν σε σχήμα σταυρού. Κόβουν με το μαχαίρι τις άκρες και τις ενώνουν τις τέσσερεις άκρες του κάθε κλώνου με τις αντίστοιχες του άλλου, και τις συγκρατούν με ένα ολόκληρο «μοσκοκάρφι», όπως αποκαλούν το γαρίφαλο. Το έτοιμο χριστόψωμο αφηνόταν να ανέβει και πάλι και μετά μπαίνει στον οικιακό φούρνο σε δυνατό αέρα εκατόν ογδόντα βαθμών, που όταν ανέβει αρκετά, η θερμοκρασία κατεβαίνει στους εκατόν πενήντα μέχρι να ψηθεί και να ροδοκοκκινίσει ρεκτικά. Τότε, βέβαια, τα χριστόψωμα, μαζί με τα κουλούρια, ψήνονταν στον έξω φούρνο που έκαιγαν με ξύλα από τους λόγγους του νησιού.
Υπέροχο Νίκο!!!
Χρόνια Πολλά και Καλή Χρονιά με Υγεία !!!