Tο μικρό κασιώτικο γλέντι στα μαγειρεία του πανηγυριού του Σταυρού
Οι καταστάσεις μετρώνται με την ένταση και τον πλούτο των αναμνήσεων που αφήνουν χαραγμένες στο νου και τη ψυχή. Και το πανηγύρι του Σταυρού, στην καρδιά της μικρής πατρίδας, δεν είναι μοναδικό, απλώς, γιατί το πιάτο του είναι νηστίσιμο, αλλά, κυρίως γιατί είναι συναισθηματικά φορτισμένο. Καθώς κλείνει ο κύκλος των πανηγυριών του καλοκαιριού, οι πολλοί έχουν φύγει και αυτοί που έχουν μείνει έχουν πολύ ισχυρούς δεσμούς με την κοινή ταυτότητα, και αναζητούν μια τελευταία ευκαιρία να την επιδείξουν με ενθουσιασμό. Κάτι σαν ένα νεύμα αποχαιρετισμού των αυτοχθόνων σε αυτούς που παράτειναν όσο μπορούσαν το φευγιό τους, αλλά και ανανέωση του ραντεβού για του χρόνου. Γι’ αυτό πάντα σε εκείνη την αυλή, το επίκεντρο της Αγίας Μαρίνας, κάτω από τις ραβδωτές τέντες, γίνεται το πιο εκρηκτικό πανηγύρι· γιατί οι γλεντιστές είναι υποψιασμένοι και μύστες των μυστηρίων της μικρής πατρίδας. Γι’ αυτό το γλέντι είναι λυτρωτικό, μα και αναζωογονητικό, και ξεσπά ασυγκράτητο, πριν την ώρα του, μέσα από τα μαγειρεία, όπου ετοιμάζεται το πιάτο του νηστίσιμου γλεντιού, πριν, ακόμη, φτάσει στα χέρια των πανηγυριστών.
Ο αρχικός, γενεσιουργός, πυρήνας του πανηγυριού, είναι ασυγκράτητος. Ο Μαρκαντώνης, πότε πιάνει τις κατσαρόλες και πότε τη λύρα του. Όλοι φορούν τις ποδιές τους και ο Γιάννης, κρατώντας την κουτάλα, ζητά από την ομήγυρη να του δώσουν μια λεκάνη με πατάτες τηγανιτές για να την εντάξει στη γραμμή παραγωγής του νηστίσιμου πιάτου του πανηγυριού, που σε λίγο θα αρχίσει η «αλυσίδα» των σερβιτόρων να σερβίρει στους πανηγυριστές, στην αυλή της εκκλησιάς, κάτω από τη ραβδωτή τέντα. Κάποιος σηκώνεται και του τη δίνει, χωρίς να διακοπεί το μικρό, ανεπίσημο, γλέντι. Κάπου-κάπου περνούν από μπροστά νοικοκυρές με τις κατσαρόλες τους, επισημασμένες με το δικό τους χρώμα κορδελάκι στο καπάκι, για να μην τις μπερδέψουν. Τύλιξαν και μαγείρεψαν στο σπίτι τους «γελατζίκους» ντολμάδες, μεγαλύτερους από τους παραδοσιακούς κασιώτικους και χωρίς κιμά. Ξεσηκώνουν το κύμα του ενθουσιασμού πρώτοι οι νέοι λυράρηδες, ο νεότερος Βοναπάρτης, ο Κώστας, και ο Τουσούνης, παρέα με τα λαούτα, τον Γιάννη και τον Φανούρη. Μετά, για αρκετή ώρα, ο Σταύρος, ταιριάζει τη λύρα με το δικό του παίξιμο, κι αυτό το κούρδισμα δημιουργεί μια συναρπαστική αδημονία, που μου θυμίζει με την έντασή του τον συγχρονισμό της ορχήστρας πριν τη συναυλία της κλασικής μουσικής. Ο Σταύρος, μαζί με τον απόντα για πάντα από τα πανηγύρια Χαδιώτη, αναζωογόνησαν την κασιώτικη μουσική παράδοση, γλεντώντας στο κέντρο του κόσμου, στο Μπροξ της Νέας Υόρκης, τότε που είχαν μεγάλη ανάγκη να διατηρήσουν ζωντανή την ταυτότητά τους. Ενθουσιάζονται όλοι όταν αρχίζει να τραγουδά:
Ω Τρισυπόστατε Σταυρέ, τη δύναμη την έχεις
Όσοι ’ήρθανε στη Χάρη Σου, καλά να τους προσέχεις.
Ο έχων το γενικό πρόσταγμα για το μαγείρεμα της «τσαϊτιάς» Μιχάλης του Αγά, αφήνει «στο πόδι του» τον γιο του Γιάννη, τον Βασιλάκη και τον νεότερο Καραμηνά, να καταγίνονται με ζουμί στο πρώτο καζάνι επάνω στην «παρανιστιά» και σιμώνει στον κύκλο της παρέας. Ο Κώστας σηκώνεται αμέσως και του προσφέρει με σεβασμό τη θέση του δίπλα στα όργανα και ο Μιχάλης αρχίζει να τραγουδά με το αγαπημένο του «Αλέντι»:
Εδιάλεξες το Ακρί και την ωραία θέση
Σταυρέ μου και σε χτίσασι, μεσ’ του χωριού τη μέση.
Κάποιοι βάζουν τις άσπρες ποδιές τους, και ο Μιχάλης του Αγά σηκώνεται για να δει τι γίνεται με τη τσαϊτιά, όπως λένε το πιλάφι που δεν γίνεται με ζωμό από σφάγια. Αν και «ψευτοπίλαφο», η διαδικασία της παρασκευής της έχει αρχίσει από νωρίς το πρωί. Στο μεγάλο καζάνι επάνω στην παρανιστιά που από κάτω καίνε ξύλα, τσιγάρισαν σε ελαιόλαδο, μπόλικο ψιλοκομμένο «κρομμί», όπως λέει ο Μιχάλης, και σκόρδο. Τα «καβουρδίζεις» και μετά βάζεις ξύδι, δάφνη, ξύλο κανέλλας, αλάτι, πιπέρι, χοντροκομμένα ντοματάκια κονσέρβα για να παραμείνουν κάποια ορατά και αισθητά μέσα στο φαγητό, για να τη βρίσκεις τη ντομάτα, όπως λέει ο Βασίλης. Για να μελώσει το ζουμί πρέπει να κοχλάζει κάπου τέσσερις ώρες. Τακτικά, το δοκιμάζουν και διορθώνουν τη γεύση του με αλάτι, υπολογίζοντας ότι κάποια ποσότητα θα απορροφήσει και το ρύζι που θα βράσει μέσα σε αυτό το ζουμί κοντά μια ώρα. Το ανακατεύουν συνεχώς δύο παραμάγειρες με τις μεγάλες, ξύλινες, κουτάλες και ο μάγειρας το δοκιμάζει τακτικά, για να κατέβει το καζάνι από τη φωτιά όταν το ρύζι θα «στέκει» και δεν θα σπάσει με το επί πλέον βράσιμο που υφίσταται και μετά την απόσυρσή του από την παρανιστιά. Δυο δυναμικοί νέοι αναλαμβάνουν να κατεβάσουν το καζάνι στο κέντρο των μαγειρείων, και αφού το αφήσουν δέκα λεπτά «να σταθεί», βάζουν το καζάνι στη γραμμή σύνθεσης του πιάτου του γλεντιού, που το περιμένει. Ο Μιχάλης του Ζορμπά βάζει πρώτα μια κουταλιά πιλάφι στο πιάτο και ακολουθούν τα άλλα συστατικά, ταραμοσαλάτα, τηγανιτές πατάτες, ντολμάδες, ελιές. Οι σερβιτόροι έχουν βάλει, ήδη, τις λευκές ποδιές τους, και έχουν δημιουργήσει μια μακριά «αλυσίδα» στο σοκάκι από τα μαγειρεία μέχρι την αυλή του Σταυρού, για να μεταφέρουν χέρι-χέρι το πιάτο μέχρι τους πανηγυριστές που αδημονούν με όρεξη, με το ψωμί τυλιγμένο στην χαρτοπετσέτα στο χέρι. Στα μαγειρεία συνεχίζεται ο αναβρασμός, καθώς ετοιμάζεται το δεύτερο καζάνι της τσαϊτιάς. Ο Γιώργης ο Κίκης δεν αφήνει τη λύρα του, και συνεχίζει να παίζει, όσο οι άλλοι συνεχίζουν να μαγειρεύουν.
Διαβάστε επίσης:
Η τσαϊτιά του Σταυρού, το νηστήσιμο πανηγύρι της Κάσου και τα μελωδικά τοπία καταγωγής