Το πνεύμα των μεγαλοδύναμων μικρών τόπων: Ο παπα-Γιάννης της Ολύμπου και η Όλυμπος του παπα-Γιάννη
Στην απόμερη και απόκοσμη Όλυμπο της Καρπάθου, οι άνθρωποι, αν και ζουν τέρμα θεού, αισθάνονται πιο κοντά στον Θεό. Πιστεύουν στην παρηγορητική παρουσία Του και καθώς υπάρχουν εκεί μόνοι με το Θεό, έχουν οικοδομήσει ειδική σχέση οικειότητας και συνομιλούν απευθείας μαζί Του. Προφέρουν το αισιόδοξο «έχει ο Θεός» και την ευχαριστία «δόξα τω Θεώ» με καθολικό και ιδιαίτερο νόημα, με πίστη και εμπιστοσύνη. Ο παπα-Γιάννης, άνθρωπος του Θεού, το λέει με τον τρόπο της Εκκλησίας, αλλά το επαναλαμβάνει και στη διάλεκτο της μικρής κοινωνίας των ανθρώπων που τάχθηκε να θεραπεύσει: «Τον τόπο αυτόν», εκμυστηρεύτηκε κάποτε, σχεδόν μονολογώντας, στη μηχανή ακινητοποίησης του χρόνου του Γιάννη Χατζηβασίλη, «δεν τον συγκρίνω με κανέναν. Μπορεί να είναι δύσκολος, αλλά οτιδήποτε κερδίζεις με δύσκολο τρόπο σου γίνεται πιο αγαπητό και πιο επιθυμητό. Ό,τι αποκτάς με δυσκολία το δέχεσαι με μεγάλη ευχαρίστηση. Όσο πιο σκληρός είναι ο τόπος μας, τόσο πιο πολύ σκεφτόμαστε, σκληραγωγείται ο χαρακτήρας μας και γινόμαστε πιο επιδέξιοι για να ανταποκριθούμε στις δυσκολίες. Μαθαίνουμε που θα αγγίξουμε». Κι εμείς, που η ευκολία μας καταδικάζει συχνά σε μια εύκολη ζωή – όπως συμβαίνει σε κάθε συνάφεια μαζί του – αποκτήσαμε την πιο αισιόδοξη ιδεολογία για να διαβάσουμε, ξανά, τη βιογραφία μας.
Σε αυτές τις απομακρυσμένες ζωές δεν μπορείς να διακρίνεις – και δεν έχεις λόγο να το κάνεις – που τελειώνει η θρησκευτική λειτουργία και που αρχίζει το γλέντι. Ίσως, γιατί και τα δύο είναι ιερά και όσια στη συνείδηση των Ολυμπιτών, ίσως, γιατί και στα δύο ιερουργεί και προεξάρχει ο πρωτομερακλής παπα-Γιάννης – και τον ακολουθούν οι ψάλτες που επίσης είναι μερακλήδες γλεντιστές – ίσως και τα δύο, και άλλα πολλά που συγκαταλέγονται στα μυστήρια του ιδιότροπου αυτού τόπου. Και δεν χάνει, αισθανόμαστε, ευλάβεια η Θεία Λειτουργία ή η κοσμική χαρά της ζωής το γλέντι· αντιθέτως κερδίζει αισθαντικότητα και αλήθεια η Θεία Λειτουργία, και κατάνυξη το γλέντι.
Όταν αποφάσισε από θέση αποκλειστικής ευθύνης να υπηρετεί την Εκκλησία σε αρκετά ώριμη ηλικία, είχε, ήδη εκπληρώσει μακριά και ευδόκιμη θητεία στο γλέντι. Σε πολλούς η ιεροσύνη και το μερακλίκι φάνταζαν ασυμβίβαστα. Όμως ο παπα-Γιάννης πίστεψε ότι μπορεί να τα συνδυάσει με θρησκευτική ευλάβεια και, εν τέλει, να τα καθαγιάσει. Η παρουσία του τα μετουσιώνει σε λειτουργία και μυσταγωγία. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα ήταν η εμπειρία της πανηγυρικής ξωμονής στον Αϊ Γιάννη στη Βρουκούντα, αν δεν ήταν η ψυχή κάθε φάσης της. Από το κάλεσμα της καμπάνας, με φόντο την αρχαία όχθη του Καρπαθίου πελάγους, και τον Εσπερινό στο βάθος της ιερής σπηλιάς, με το νερό που σταλάζει στη μαρμάρινη γούρνα, μέχρι το χοροστάσι και το σινιάλο – κατά τη βυζαντινή συνήθεια – της κρούσης των πιρουνιών επάνω στα πιάτα για να αρχίσει το γλέντι. Και το γλέντι στην Όλυμπο, αρχίζει, μετά το φαγητό, πάλι με εκκλησιαστικά, βυζαντινά, τροπάρια που ακούστηκαν και στον Εσπερινό, από τον παπα-Γιάννη και τους ψάλτες του, και συνεχίζεται πάλι με πρωτοτραγουδιστή τον παπα-Γιάννη και τους άλλους μερακλήδες τραγουδιστές με τα βυζαντινά τραγούδια της τάβλας, μόνο με ανθρώπινες φωνές, χωρίς τα όργανα, τη λύρα, τη τσαμπούνα και το λαούτο. Κάθε φορά που αναζητώ κάτι για να με συναρπάσει, φέρνω στ’ αυτιά μου μια πρόχειρη ηχογράφηση από το Εσπερινό γλέντι στον Αϊ Γιάννη στη Βρουκούντα και τον παπα-Γιάννη να τραγουδά:
Ξένο μου το μαντήλι σου μού ’στειλες να το πλύνω
– Χαδεμένο μου –
Δίχως σαπούνι, ’χως νερό, πως θε να σου το πλύνω;
– Το μαντήλι σου –
Μήε ξερή ρίζα (δ)εντρού απάνω να το ’πλώσω
– Περδικούλα μου –
Βάλε τον ίδρο σου νερό, τον πόθο σου σαπούνι
– Χαδεμένο μου –
Και με το μόσχο της καρδιάς μοσχοσαπούνισέ το
– Το μαντήλι μου –
Πάνω στον άσπρο σου λαιμό άπλωσε στέγνωσέ το
– Περδικούλα μου –
Στείλε και τη βαΐτσα σου να ’ρτεί να μου το φέρει
– Το μαντήλι μου –
Η ιδεολογία των σκληρών τόπων τραγουδιστά. Δεν συνειδητοποιώ πως ακριβώς, αλλά εκείνη η λιτανεία της Λαμπρής Τρίτης από τοπίο σε τοπίο γύρω από την Όλυμπο, πάλι μου τονίζει αυτή την ιδεολογία δραματοποιημένη. Και πάλι δεσπόζει η μορφή του παπά-Γιάννη ανάμεσα σε εκείνους που κρατούν τα λάβαρα και εκείνους που σηκώνουν τις τέσσερις εφέστιες εικόνες που τις περιφέρουν από εκκλησάκι σε εκκλησάκι, από μνήμα σε μνήμα – οι νεκροί είναι ζωντανά μέλη της κοινωνίας της Ολύμπου – και από πηγή σε πηγή. Μοιάζει με δοξολογία στον σκληρό τόπο, στην αγκαλιά και στην κόψη των ψηλών βουνών. Δοξολογία, ευχαριστία, αλλά και εξευμενισμός. Γιατί το πιο σπουδαίο κομμάτι της ευτυχίας είναι να είσαι ευχαριστημένος με αυτά που έχεις. «Δεν υπάρχει μέρος», είπε κάποτε ο παπά-Γιάννης, «που να μην το έχω πατήσει, δεν υπάρχει μέρος που να μην εκμεταλλευτώ αυτά που έχει να μου χαρίσει. Τι θέλετε να σας πω; Το μέλι του το πήρα, το ίδιο και το λάδι του. Τα γιαλόχορτά του τα μάζεψα, το ίδιο και τα κρίθαμά του και την κάπαρη. Τα μυροβότανα, τις άγριες αγκινάρες των βουνών. Είναι αγιασμένος τόπος, ο οποίος με έθρεψε και με έκανε άνθρωπο. Δόξα τω Θεώ ακόμη και για το μπονεντινό αγέρι».
Δεν μπορείς να αποκρυπτογραφήσεις αυτήν την αρχαία δωρική διαλεκτική ποικιλία της Ολύμπου και να αρχίζεις να τη συλλαβίζεις – δεν θα την καταλάβεις ποτέ πλήρως αν δεν είσαι αυτόχθονας – αν δεν την έχεις ζήσει, αν δεν σου έχει γίνει ζώσα εμπειρία. Καμιά φορά, όταν βάζω δυνατά στο αυτοκίνητο ολυμπίτικους σκοπούς και τραγούδια και ο διονυσιακός ήχος της τσαμπούνας που κυριαρχεί δραπετεύει μέχρι τα αφτιά των άλλων οδηγών που περιμένουν στο φανάρι για να αποκτήσουν ξανά προτεραιότητα, διακρίνω την απορία του ανοίκειου να ζωγραφίζεται στα πρόσωπά τους. Τους καταλαβαίνω. Αν δεν σου έχει συναρπάσει το νου η εικόνα του οικισμού στη λοφογραμμή μέσα στις πορφύρες του ήλιου που βασιλεύει – τακτικά στεφανωμένος και από το σύννεφο του ζωογόνου σε αυτά τα μέρη μπονέντη – και δεν βρεθείς στο Πλατύ την ώρα του ηλιοβασιλέματος, όταν το αρχικό κύτταρο των γλεντιστών με τους βασιλικούς στους γιακάδες διευρύνεται και εξελίσσεται σε πάνδημο γλέντι, δεν μπορείς να καταλάβεις αυτή τη μουσική εξέγερση. Έχω την εντύπωση ότι ο παπα-Γιάννης προσωποποιεί αυτό το καλό, συναρπαστικό, πανηγυρικό πνεύμα της Ολύμπου.
Για να είσαι σπουδαίος γλεντιστής στην άκρη του Αιγαίου, στο Καρπάθιο πέλαγος, πρέπει να ξέρεις καλά τον κόσμο σου. Κι αυτοί που ξέρουν τον κόσμο τους ακτινοβολούν αρχοντιά. Το νοιώθω μια Λαμπρή μια Κυριακή στην Όλυμπο, στο πλούσιο πασχαλινό τραπέζι, με τον παπά-Γιάννη στην κορυφή, την πρεσβυτέρα και τις θυγατέρες και τις εγγόνες του – όλες ενδεδυμένες τη γιορτινή παραδοσιακή στολή τους, το καβάι οι νυμφευμένες και το σακοφούστανο τα μικρά κορίτσια – από τη μια, και οι γαμπροί από την άλλη, συντροφιά με τους φιλοξενούμενους, που κέρδισαν το προνόμιο να ζήσουν και να αισθανθούν σε οικογενειακό κύκλο την τάξη του γλεντιού. Πασχαλινό γεύμα με βυζάντι – κατσίκι γεμιστό ψημένο στον φούρνο που πυρώνουν τα φρούανα από τους γύρω λόγγους, στον ίδιο φούρνο που ψήθηκε και το ψωμί – το κουδούνισμα των πιρουνιών επάνω στα πιάτα, το «Χριστός Ανέστη» και αμέσως μετά το «Άρχοντες τρων και πίνουσι», το συγκλονιστικό παμπάλαιο τραγούδι της τάβλας που κρατά από την εποχή των βυζαντινών ηρώων:
Άρχοντες τρων και πίνουσι, σε μαρμαρένη τάβλα,
σε μαρμαρένη, σ’ αργυρή και σε μαλαματένη.
Κι όλοι τρώσι και πίνουσι, κι όλοι χαροκοπούσι
κι ο Κωνσταντίνος ο μικρός ας ελιανοτρα(γ)ούει,
τ’ Ανδρόνικου, τ’ αήττητου, του νιου του παινεμένου.
Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρον καβαλικεύεις,
μαθαίνεις τον να πορπατεί, μαθαίνεις τον να δρέμει,
μαθαίνεις τον να δέχεται, τον όχλο του πολέμου,
μαθαίνεις τον να πολεμά στεριάς και του πελά(γ)ου.
Αυτή η προσήλωση στην πρωτότυπη ολυμπίτικη τάξη – που μπορούμε να την πούμε αλλιώς παράδοση ή και μοίρασμα γνώσης της κοινότητας – είναι η εξέγερση του παραδοσιακού – που μπορούμε να πούμε και αυθεντικού – ανθρώπου, που αν και φαίνεται να κοιτάζει προς το παρελθόν, εντούτοις οραματίζεται το μέλλον της συλλογικής εμπειρίας του τόπου. Κι ο παπα-Γιάννης είναι ταγμένος με ευλάβεια και πίστη στη διαφύλαξη της θρησκευτικής και της κοσμικής τάξης της κοινότητας που δημιούργησε τον αποκλειστικά δικό της μικρόκοσμο στην κόψη των θεόρατων γκρεμών, μεταξύ ουρανού και θάλασσας, με ολοκληρωτική πολιτισμική αυτάρκεια. Δεν ξέρω μέχρι πότε αυτή η βυζαντινή νησίδα θα ταξιδεύει ενάντια στους σύγχρονους καιρούς, ακολουθώντας τον μοναχικό και ιδιότροπο δρόμο της. Πολλά έχουν αλλάξει στον τρόπο ζωής της κοινότητας – των λίγων εκεί στα απόκρημνα βουνά της βόρειας Καρπάθου και των πολλών διασκορπισμένων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα πολύ πέρα από τους γκρεμούς της Ασίας, τη Σαρία και την Αστακία – και στο μέλλον, σίγουρα, θα αλλάξουν περισσότερα. Αλλά εκείνο που φαίνεται να μένει αναλλοίωτο και ζωντανό είναι οι συλλογικές αναμνήσεις, το πνεύμα της παράδοσης, η ιδεολογία της και ο καημός του ανήκειν. Και κάθε φορά που οι επόμενες γενιές θα θελήσουν να προσκυνήσουν τα ιερά και τα όσια της μικρής πατρίδας, για να ανανεώσουν την ταυτότητα που έχουν να δείχνουν για να πορεύονται στον κόσμο, θα θυμούνται και θα μακαρίζουν τον άξιο παπα-Γιάννη που με τη σεβάσμια παρουσία του ευλόγησε την παράδοση της εμπειρίας του χθες στο αύριο ή αλλιώς τη συντήρηση της Μεγάλης Ρίζας στο λίγο χώμα που καλύπτει τους θεόρατους βράχους, που χωρίς αυτήν δεν υπάρχει δενδρό, και τη συντήρηση της συγκίνησης του τόπου και των ανθρώπων του, γιατί, όπως ο ίδιος λέει, «Για να συγκρατήσεις κάτι για πάντα, πρέπει να σε συγκινεί».
Το κείμενο αυτό είναι μια δημόσια εξομολόγησή μου στον παπα-Γιάννη και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, παπα-Γιάννης Διακογεωργίου, Η ζωή μου στην Όλυμπο Καρπάθου, εκδόσεις 24 Γράμματα, που κυκλοφόρησε το περασμένο καλοκαίρι με την επιμέλεια των Παρασκευή Γ. Κανελλάτου και Ευμορφία Ι. Διακογεωργίου.
Διαβάστε επίσης:
Εικόνες των μυστηρίων του Δεκαπενταύγουστου στην Όλυμπο της Καρπάθου
Όλυμπος, το μεγάλο πανηγύρι της Βρουκούντας στην επάνω άκρη του Καρπάθιου
Η Μεγάλη Εβδομάδα των φουρνισμάτων στην Όλυμπο της Καρπάθου
Η πορεία των Εικόνων της Ολύμπου μέσα στα μυστήρια της φύσης και του πολιτισμού της
Η μετά θάνατο ζωή τη Μεγάλη Παρασκευή στην Όλυμπο της Καρπάθου