Πως ο Μπέπης μαγείρεψε σήμερα τη σμίνερα γιαχνί και ανασκάλεψε τις αναμνήσεις μας
Με φώναξε όταν με είδε να περνώ πρωί έξω από το σπίτι του και μου ανήγγειλε με ένα συνωμοτικό χαμόγελο: «Ξέρεις τι μα(γ)ειρεύγω σήμερο; Σμίνερα»… Ήξερε πως θα με ξεσήκωνε, όπως παλιά, όταν με προσκαλούσε να πάμε με τη βάρκα του, τον «Άγιο Δημήτριο» για μεγάλα ψαρέματα «Α(π)ό Κάτω Μερά» ή για μικρά, για δράκαινες έξω από τον Εμπορειό, με το μαγείρεμα της σμέρνας ή της σμινεριάς.
Πριν τον «Άγιο Δημήτριο», ο πατέρας μου, και ο αφέντης του Μπέπη, ο Παπάς του Ντελή, είχαν συνεταιρικά μια μικρότερη βάρκα, την «Ευδοκία», με την οποία πήγαιναν για ψάρεμα. Ο Παπάς του Ντελή δεν ήταν πραγματικός παπάς, αλλά, στο νησί, αν το απαιτεί η παράδοση, ο Νικόλας λέγεται υποκοριστικά Παπάς. Ήταν κοσμοκράτορας του μικρόκοσμού του, αγρότης και εξαιρετικός ψαράς, αλλά, κυρίως, χαρμόσυνος βιολάτορας στο πλευρό των κορυφαίων διασκεδαστών των παραδοσιακών γλεντιών στην Κάσο, των αδελφών Σάββα και Ηλία Περσελή. Όλοι, όμως, έκαναν στην άκρη για να μπει, κατά παράδοση, στην κεφαλή της γαμήλιας πομπής ο Παπάς του Ντελή, παίζοντας με το βιολί του το εμβατήριο «Μαρς».
Το «Ευδοκία» – που εγώ χάραξα στη μάσκα της βάρκας – θύμιζε στον πατέρα μου το όνομα της μάνας του, της γιαγιάς μου, αλλά και της κακότυχης «Ευδοκίας», της βάρκας του του πατέρα του, του πάππου του Νικόλα, με την οποία χάθηκε ανοιχτά του νησιού, Ιούλη μήνα, μαζί με τον θείο Ηλία και δυο άλλους σπουδαίους ψαράδες. Για τον Παπά του Ντελή, το «Ευδοκία» σήμαινε το όνομα της συζύγου του, της μητέρας του Μπέπη, της Ντελίνας. Εκείνη ήταν, θυμάμαι, που με φίλεψε ένα πιάτο σμύνερα γιαχνί, για να την πάω στο σπίτι μας. Ήταν αντίδωρο για κάτι που τους πήγα εγώ, δεν θυμάμαι τι, για να μην πάω πίσω το πιάτο άδειο. Ήταν ανεπίτρεπτο. Παράξενο, όμως, γιατί οι ικανοί ψαράδες απαξίωναν την σμίνερα και προσβάλλονταν όταν τους ζητούσες να σου πουν γι’ αυτήν. Να πας στις Καθίστρες, στη συνοικία των βοσκών, να σου πούνε, μου απαντούσαν ενοχλημένοι. Η κουζίνα του σπιτιού του Μπέπη ήταν μια εξαίρεση, που τη συνεχίζει και ίδιος.

Φωτογραφία: Εύα Διακαντώνη










