Travel Tales

Τα μυστήρια του Διονύσου στο Κίτρος, στη Νέδουσα και στη Σκύρο

Ο Διόνυσος, μεγάλη η χάρη του χιλιάδες χρόνια τώρα, ήταν ένα πεδίο άσκησης απεριόριστης ελευθερίας. Οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι πίεζαν τον νου τους να φτάσει πολύ πιο πέρα από τα αισθητά, έως τον απειροελάχιστο κόκκο της ύλης του Δημόκριτου, το σύμπαν των ιδεών του Πλάτωνα ή την ευδαιμονία του Αριστοτέλη, νοσταλγούσαν την ελευθερία του μύθου για να διασκεδάζουν τα δεσμά του λόγου. Ο λόγος τους ήταν πιο υπερβατικός από τη θρησκεία τους, η οποία πατούσε στέρεα στη γη, και οι θεοί τους ήταν πιο ανθρώπινοι και από τους θνητούς φιλοσόφους. Είχαν διακριτές αρμοδιότητες, διαβουλεύονταν, ζήλευαν, εκδικούνταν, ραδιουργούσαν, εξαπατούσαν, ερωτεύονταν,  έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν. Και πιο έξαλλα γήινος από τους γήινους θεούς ο Διόνυσος, ένας μετανάστης από τη μακρινή Ανατολή, κατά μία εκδοχή, έγινε όμως τόσο οικείος με όλους, θεούς και ανθρώπους, όσο κανένας άλλος. Ίσως γιατί αποθέωνε την αρχέγονη εικόνα της άφθαρτης ζωής, όπως υπογράμμισε ο Καρλ Κερένυϊ με το έργο του «Διόνυσος» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας).

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

Σε έναν αμφορέα του ζωγράφου του Άμασι οι ακόλουθοι του Διονύσου Σιληνοί έχουν στήσει ένα τρελό πανηγύρι με αυλητή γύρω από έναν αυτοσχέδιο ληνό όπου αδειάζουν το πανέρι με τα σταφύλια για να τα πατήσουν και να βγάλουν το κρασί. Περίπου όπως στην πλατεία του Κίτρους της Πιερίας την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, όπου έχουν πιάσει το χορό γύρω από τα παλιά κοφίνια του τρύγου που καίγονται για να διώξουν κάθε κακό. Τους παρακολουθούμε από το εστιατόριο του Αδάμου, καθώς απολαμβάνουμε ουρά μοσχαριού στιφάδο ψημένο στη γάστρα, συνοδεία της λευκής «Βασίλισσας» και του κόκκινου «Δεσποτικού». Ο Γιώργος Αδάμος είναι σκαπανέας της αναβίωσης των αμπελιών στην αρχαία Πύδνα, υπό τις ευλογίες των παλαιών και νέων θεών. Καθώς μιλά με πάθος για το κρασί, μας δίνει και τη συνταγή του πολύ ιδιαίτερου φαγητού που μας ετοίμασε, που από τις βασικές ουσίες του είναι ο χυμός του καθαγιασμένου αμπελιού:

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

Η ουρά του μοσχαριού παραλαμβάνεται από το κρεοπωλείο γδαρμένη, τεμαχισμένη από τις κλειδώσεις, έτοιμη. Τα κομμάτια χρειάζονται μόνο πλύσιμο και στράγγισμα  για να μπουν στο τηγάνι και να τσιγαριστούν στο ελαιόλαδο (ή στο καλαμποκέλαιο) για να δημιουργηθεί γύρω τους η κρούστα που θα φυλακίσει μέσα τους τα υγρά που θα τα ψήσουν μετά. Στο μεταξύ έχουν καθαριστεί τα μικρά, παλιά, κρεμμυδάκια του στιφάδου σε χλιαρό νερό και λίγο ξύδι για λιγότερα δάκρυα. Τσιγαρίζονται και αυτά στο ίδιο λάδι. Τα κομμάτια της ουράς μπαίνουν ξανά στην κατσαρόλα με νερό και κρασί για να πάρουν βράση και όταν βράσουν αρκετά και μείνουν με λίγα υγρά, μπαίνουν στο ταψί ή σε ένα πήλινο σκεύος, μαζί με τα κρεμμύδια, δυο φύλλα δάφνης, κόκκους μπαχάρι και πιπέρι άκοπο, πιπέρι τριμμένο, αλάτι, και δέκα δαμάσκηνα με το κουκούτσι τους για να είναι πιο νόστιμα. Σε άλλο σκεύος αναμιγνύονται ενάμισι λίτρο κόκκινο κρασί και δυο κουταλιές πελτέ. Αυτά είναι αρκετά για να καλύψουν τις μερίδες μιας ουράς, οι οποίες αν δεν ψηθούν σε γάστρα, σφραγίζονται με αλουμινόχαρτο, και μπαίνουν στον φούρνο, στους 180ο, για τέσσερις με πέντε ώρες.

Βίνσεντ βαν Γκόγκ, «Κόκκινο Αμπέλι στην Αρλ», 1888

Βίνσεντ βαν Γκόγκ, «Κόκκινο Αμπέλι στην Αρλ», 1888

«Το κόκκινο αμπέλι στην Αρλ» είναι ο μοναδικός πίνακας που ο μυθικός Βαν Κονγκ κατάφερε να πουλήσει εν ζωή. Στην ίδια απόχρωση, την ίδια χρονιά, το 1888, στον ίδιο τόπο αφού ζει μαζί με τον Βαν Κονγκ, ο Πολ Γκογκέν ζωγραφίζει τον «Τρύγο στην Αρλ». Πάντα το αμπέλι, το κρασί, ο Διόνυσος, διέγειραν τον νου και τη φαντασία των καλλιτεχνών. Ο Καραβάτζιο ζωγράφισε τον «Έφηβο Βάκχο» στεφανωμένο με κλώνους και καρπούς του αμπελιού, να φορά το αδιόρατο μειδίαμα της γλυκιάς ζάλης που προκαλεί ο οίνος. Ο μύθος λέει ότι ένα φίδι έμαθε τον Διόνυσο να απολαμβάνει το χυμό του σταφυλιού. Για να τον εξασφαλίσει εφηύρε τον πιο αρχέγονο τρόπο παραγωγής του κρασιού, το πάτημα των σταφυλιών μέσα στο κοίλωμα του βράχου. Αυτά συνέβαιναν τότε που η Μεγάλη Μητέρα ανέθρεφε τον μικρό Διόνυσο στο Κυβεληΐδον άντρον της.  Την ίδια εποχή με τον «Έφηβο Βάκχο», 1594 – 1596, όταν και ο ίδιος ο Καραβάτζιο ήταν στο νοσοκομείο, ζωγράφισε τον ωχρό «Άρρωστο Βάκχο», στεφανωμένο με κλωνάρια κισσού. Ο κισσός συμβολίζει τον Διόνυσο τις εποχές που το αμπέλι βρίσκεται σε χειμερία νάρκη και μοιάζει νεκρό.

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

Ο κισσός μοιάζει με φίδι καθώς βλασταίνει μέσα στο χειμώνα στις ρεματιές των παρυφών του Ταΰγετου, γύρω από το χωριό Νέδουσα, και αναρριχάται στους υγρούς κορμούς των δένδρων. Εκεί βρίσκουν τα βλαστάρια οι μυημένοι στο αρχέγονο δρώμενο της Καθαρής Δευτέρας και το φορούν στεφάνι στα μαλλιά τους. Τα μουτζουρωμένα πρόσωπά τους λάμπουν από την έκσταση του γλεντιού καθώς γυρίζουν σπίτι-σπίτι, τρώνε και πίνουν. Μοιάζουν όντως με αρχαία διονυσιακή πομπή, με τους Σάτυρους, τους Σιληνούς και τον αυλητή. Τότε η πομπή είχε στο κέντρο της ένα ληνό πάνω σε άρμα, μέσα στον οποίο οι Σάτυροι και οι Σιληνοί πατούσαν τα σταφύλια, ενώ ακουγόταν η μελωδία του αυλού που έδινε ρυθμό στους πατητές. Τώρα, στη Νέδουσα, ο αυλός και το νταούλι δίνουν τον ρυθμό στην πομπή των νέων και των μεγαλύτερων Σατύρων, οι οποίοι μπορεί να μην πατούν σταφύλια, αλλά παρουσιάζουν όλες τις άλλες, χειμωνιάτικες, αγροτικές ασχολίες και άλλα στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή σε ένα χωριό ξωμάχων.

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

Από μια αποθήκη στην άκρη του χωριού ξεχύνονται προς την πλατεία με την πέτρινη εκκλησιά οι «τράγοι» με τα μακριά κέρατα, καθώς ο βοσκός πασχίζει να τους συγκρατήσει με το σχοινί που τους έχει δεμένους. Μετά, οι «τράγοι» γίνονται ζευγάρι βοδιών που ο γεωργός σπέρνει και οργώνει με το ξύλινο άροτρο τα σοκάκια και την πλατεία. Και μετά μεταμορφώνονται σε γαμήλια πομπή και μετά σε νεκρική, αλλά χωρίς ίχνος λύπης, αφού και αυτή η παράσταση, όπως και όλες οι προηγούμενες καταλήγουν σε ζωηρό χορό και σε ιερό θόρυβο με όλα τα διονυσιακά χαρακτηριστικά, τους σατύρους με προβιές και κέρατα τράγων, τον εκστασιασμό, τη μέθη, τον ενθουσιασμό, τα ερωτικά πειράγματα, την αγωνία για καλή σοδειά, την ανάσταση, μια αρχέγονη εικόνα της άφθαρτης ζωής.

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

© Nikos G. Mastropavlos / eudemonia.gr

Ο ιερός θόρυβος που προκαλούν οι Γέροι στη Σκύρο το βράδυ του Σαββάτου, πριν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, είναι πραγματικά εκκωφαντικός.  Δεν είναι μόνο τα πενήντα και βάλε βαριά κουδούνια που έχουν περασμένα με ξύλινες θηλιές στη μέση τους και τα κουνούν δαιμονισμένα, αλλά και το παρουσιαστικό τους, που σαν τον Πάνα και τους ακολούθους του, οι Γέροι τρομάζουν τους θεατές. Με τα τόσα «τσοκάνια», το κατάμαυρο «καπότο» από τραγόμαλο και την κουκούλα, την προσωπίδα από το δέρμα ενός ολόκληρου μικρού ριφιού,  το μακρύ και χοντρό μπαστούνι, φαντάζουν  τεράστιοι, παντοδύναμοι, σχεδόν δαιμονικοί. Οι Κορέλες με τον αέρινο χορό, το χρωματιστό μαντήλι, την παραδοσιακή φορεσιά και την κεντημένη ποδιά, που τους ανοίγουν δρόμο κουνώντας με χάρη το μαντήλι τους, μοιάζουν τόσο εύθραυστες μπροστά στους γίγαντες με το παραδοσιακό κοντοβράκι του βοσκού, τα «τροχάδια» και τις «τροχαδόκαλτσες», το βοσκίστικο ζωνάρι και το πολύχρωμο μαντήλι στο λαιμό. Δημιουργούν μεγάλο κακό για να προκαλέσουν το καλό. Καλώς να ορίσει, μαζί με τον «θεό προσωπείο», όπως ονόμαζαν στην αρχαία Αθήνα το ειδώλιο στο ναό που γιόρταζαν τα γενέθλια του Διονύσου, στο Ληναίον.