Food Landscapes

Υπερρεαλιστικό χταποδοπίλαφο από τα απομεινάρια μιας Καθαρής Δευτέρας

Χταπόδι πιλάφι.

«Τι θαύμα αυτό το οχταποδοπίλαφον»! Αυτή η παρενθετική πρόταση στην επιστολή του Ανδρέα Εμπειρίκου στον Δημήτρη Καλοκύρη τον Μάιο του 1973, είχε εντυπωθεί στον νου μου ως κύρια. Πως να ήταν η γεύση του χταποδιού πιλάφι που μαγείρεψε η κυρία Σουλιώτη και εντυπωσίασε τόσο πολύ τον υπερρεαλιστή ποιητή, ο οποίος το συμπεριέλαβε στις «βαθιές εντυπώσεις από την βραχεία διαμονή του στη Θεσσαλονίκη» και το κατέγραψε «με αύξουσα ολονέν χαρά» στις «νέες πολύτιμες εμπειρίες» του: «Επίσης να διαβιβάσετε τους χαιρετισμούς μου στη χαριτωμένη κυρία Σουλιώτη. Δεν ξεχνώ τις περιποιήσεις της και το τόσο εύγευστο γεύμα που μας ετοίμασε (τι θαύμα αυτό το οχταποδοπίλαφον!) μα, ακόμη περισσότερο δεν ξεχνώ την ομορφιά της». Η γεύση του με «στοίχειωσε», και από τότε δεν έπαψα να την αναζητώ με το δικό μου τρόπο. Και ο δικός μου τρόπος νοιάζεται, πάντα, να διατηρήσει ατόφια την πιο ιδιαίτερη και πιο αντιπροσωπευτική γεύση της Μεσογείου, που είναι παρούσα σε κάθε μέτρο των ακρογιαλιών της.

«Ώστε έτσι λοιπόν! Αυτά που φανταστήκαμε υπήρξαν. Ή θα υπάρξουν», λέει Οδυσσέας Ελύτης στην «Αναφορά (στον ομοούσιό του) Ανδρέα Εμπειρίκο». Γιατί έτσι αντιλαμβανόμαστε εμείς τον Υπερρεαλισμό, που τον είπαν και Σουρεαλισμό, όπως τον διατύπωσαν στη γλώσσα μας ο Εμπειρίκος και ο Ελύτης. Ως άλμα του νου πάνω από την πραγματικότητα. Μια υπερμεγέθυνση των ιδιοτήτων και των σημασιών των πραγμάτων και των καταστάσεων, μέχρι να αποκτήσουν άλλη υπόσταση και να γίνουν, αυτά τα μέχρι τούδε αντικείμενα, σύμβολα υποκειμενικής ιδεολογίας. «Έχετε εμπιστοσύνη στον ανεξάντλητο χαρακτήρα του ψιθύρου» λέει ο Εμπειρίκος στην «Περί σουρεαλισμού» διάλεξή του το 1935.

Χταπόδια λιόκαφτα.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Και το χταπόδι είναι ένας ψίθυρος της Μεσογείου, έτσι όπως αθόρυβα (και συνήθως αθέατα) λικνίζει τα πλοκάμια του, που ακούγεται, όμως, πολύ δυνατά στα αυτιά μας, ως σύμβολο του αιώνιου ενάλιου ρυθμού της ζωής και του πολιτισμού μας. Γιατί το μοτίβο του χταποδιού, απολύτως ρεαλιστικά δοσμένο επάνω στους μινωικούς αμφορείς ή στα ρωμαϊκά ψηφιδωτά, δεν είναι, απλώς, ένα φυσικό θήραμα που διανθίζει μαγειρεμένο το τραπέζι μας, αλλά κάτι πολύ πιο σύνθετο, εμβληματική γευστική αφήγηση μιας μεγάλη ιστορίας, από αυτές που καρυκεύουν τη ζωή μας και την νοστιμεύουν.

Το χταπόδι είναι η ίδια η επίγευση της Μεσογείου στη γλώσσα μας, όπως αναβλύζει κατευθείαν από το σώμα του, χωρίς άλλους καταλύτες, όταν μέσα στη χύτρα ρέει η ίδια η θάλασσα που έχει αποταμιεύσει στο σώμα, στα αδιάκοπα σεργιάνια του σε μυθικούς βυθούς, ανάμεσα σε αστερίες, ιππόκαμπους και αρχαίους αμφορείς. Γι’ αυτό παραδίνεται μόνο του, ολόκληρο, στην κοσμογονική, σιγανή, φωτιά, μόνο με μερικές σταγόνες ελαιόλαδο στον πυθμένα της χύτρας, για να μην κολλήσει όπως το συνηθίζει, και τα μπαχαρικά: φύλλα δάφνης, ολόκληρα μπαχάρια, κουρκουμάς, καυτερό μπούκοβο, κόκκινο γλυκό πιπέρι, άγρια ρίγανη ξερή. Το μαγείρεμα αρχίζει στη φυσική στάση του χταποδιού και συνεχίζεται με την ανάποδη και ξανά πάλι με τη φυσική, καθώς ρέουν τα αλμυρά υγρά του και μαζεύονται τα πλοκάμια του σε διαδοχικά δακτυλίδια. Κάποια στιγμή μπαίνει το ξίδι (θυμάμαι ανά- ανά ένα κείμενο στα Αναγνωστικά μας που έλεγε ότι το ξίδι είναι ο τελειωτικός θάνατος του χταποδιού) και το λευκό κρασί. Η βάσανος του χταποδιού διαρκεί αρκετά μέχρι να γίνει το χταπόδι και να πλημμυρίσει η χύτρα από τους χυμούς με την κεντρική θαλασσινή ουσία.

Η αρχή του μαγειρέματος του χταποδιού.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Ολόκληρο το χταπόδι βράζει στο τσουκάλι.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Έτσι, αυτοί οι χυμοί που περίσσεψαν από τα κλασικά φρέσκα χταπόδια της Καθαρής Δευτέρας, ήταν η πρόκληση για μια νέα απόπειρα της ανασύνθεσης του υπερρεαλιστικού «οκταποδοπίλαφου», ενισχυμένης και με άλλα κατάλοιπα του πρώτου τελετουργικού γεύματος της Σαρακοστής. Ήταν ο αλατισμένος με θαλασσινό αλάτι του βράχου ζωμός, μέσα στον οποίο έβρασαν οι μικρές καραβίδες, ο οποίος περίσσεψε από την αλχημεία της καραβιδομακαρονάδας.

Καραβίδες μακαρονάδα.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Οι καραβίδες και ο ζωμός τους κρατήθηκαν κατά μέρος, και σε άλλο τσουκάλι, τσιγαρίστηκαν στο ελαιόλαδο το κρεμμύδι και τα μπόλικα σκόρδα. Διαδοχικά, και πάντα αφήνοντας ικανό χρόνο για να αλληλοεπιδράσουν και να δέσουν (όσο και αν αδημονούσαν οι συνδαιτημόνες) τα επόμενα υλικά, το μαϊντανό, το λευκό κρασί, οι ψιλοκομμένες φρέσκιες ντομάτες, ο πελτές της ντομάτας, και, τέλος, ο καταλύτης, ο ζωμός από τις καραβίδες, τόσος, όσος χρειάζεται για να μαγειρευτούν τα υλικά και να βράσουν τα σπαγγέτι, σύζουμα, μέσα σε αυτόν.

Χταπόδι πιλάφι στο πιάτο.

CREDIT: NIKOS G. MASTROPAVLOS / EUDEMONIA.GR

Ο ζωμός του χταποδιού είναι ήδη αλμυρός από τη φύση του, και καρυκευμένος με τα μπαχαρικά που είχαμε, ήδη, βάλει στο χταπόδι. Ενισχύεται με τον, επίσης, αλατισμένο ζωμό των καραβιδών, και για να ελαφρύνει λίγο η πολύ πικάντικη γεύση του. Μέσα σε αυτούς τους ενωμένους ζωμούς βράζει το ρύζι απορροφώντας και ενσωματώνοντας τη νοστιμιά τους, οι οποία διανθίζεται με λιαστές ντομάτες και μικροσκοπικά αγγουράκια κάπαρης, επίσης εμβλήματα της Μεσογείου θαλάσσης, και της γεύσης του πολιτισμού της.

Υστερόγραφο για τις λέξεις του Ανδρέα Εμπειρίκου:

Ολονέν, σε μια απλή επιστολή, μια τόσο σπάνια λέξη της μεσαιωνικής ελληνικής, που σημαίνει αδιάληπτα, με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό. Ακόμη και σε μια απλή επιστολή, η γραφή του ποιητή παραμένει συναρπαστική. Η ποίηση δεν είναι τα ρυθμικά σχήματα, αλλά οι ίδιες οι λέξεις από μόνες τους, αυτές καθαυτές. Αυτές συνθέτουν τη μελωδία της γλώσσας:

Όρθρος η ώρα η πρώτη. Πίσω της, η λαγαρή πρωία, με δείκτες ρόδινους που γρήγορα (θα πω, ανέλπιστα σχεδόν) γυρίζουν και χρυσίζουν. Ένας φακός με απίστευτον φωτοφράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας.

Απόσπασμα από το ποίημα «Ο φωτοφράκτης» από τη συλλογή «Οκτάνα» (Ίκαρος, 1980)

Ο Οδυσσέας Ελύτης στην Αναφορά του στον Ανδρέα Εμπειρίκο στέκεται στις λέξεις που κυριαρχούν στην ποίηση του (στέαρ, ευνή, χοάνη, βόστρυχος, θύσανος, θρυαλλίς, μαρμαρυγή, γδούποι, ορυμαγδός, κορυβαντιώντες, εμβρόντητος), και αναγνωρίζει σε αυτές «ό,τι υποβάλλει το γλίστρημα, την ηδονή, τη μαρμαρυγή, την ανάφλεξη, τη λάμψη, την αναφώνηση, την εκτίναξη».