Κασιώτικα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, στην πλώρη να το μάλαμα…
Εικονογράφηση Ειρήνη Ηλιοπούλου για την eudemonia.gr
«Παλικάρι, παλικάρι, να ’ρκεται με το καράβι» φώναζε τότε στο νησί η ναννά (νονά) η Φουλιά όταν μας έβλεπε να ερχόμαστε από μακριά και μας καμάρωνε. Είχε γεννηθεί μέσα στην εποχή των καραβιών – τέλη 19ου , αρχές 20ου αιώνα – όταν η πιο αξιοζήλευτη θέση στην κοινωνία της Κάσου, ήταν να έχεις δικό σου καράβι και να «οργώνεις» τα πέλαγα. Βέβαια τότε που μεγαλώναμε εμείς, οι καραβοκύρηδες είχαν γίνει εφοπλιστές κι είχαν μισέψει από το νησί για τις μεγάλες πολιτείες του κόσμου, αλλά και πάλι η πιο καλή ευχή για το μέλλον ενός παιδιού είχε να κάνει με τα βαπόρια και την κυρίαρχη τέχνη να σε υπακούουν, όπως τραγουδούσε από τη γέφυρα του «Πηλέα» ο καπετάν Μίμης Αντωνίου, ο θαλασσινός μας φίλος: «την κυρίαρχη τέχνη κερδίζοντας να σε υπακούει ένα καράβι»…
Έτσι κανάκευαν τα μωρά: «Κοιμήσου καπετάνο μου, ύπνο ελαφρό να πάρεις, να μεγαλώσεις να (γ)ενείς με(γ)άλος αμιράλης»[1]. Όλα αυτά, η Μπόλη, η Αγγλιτέρα, τα πανιά, τα σχοινιά, η θάλασσα, τα καράβια, ο κυρ Βοριάς, αποτυπώνονται φυσικά μέσα στα κασιώτικα κάλαντα της πρωτοχρονιάς, τις πιο θερμές ευχές που μπορούσε να προφέρει κανείς, σε μια τόσο σημαντική στιγμή, όσο η αρχή του νέου έτους. Μέσα σε αυτές, αποτυπώνονται οι αξίες που αναγνώριζε ως τις πιο σημαντικές η παραδοσιακή κοινότητα για τον αφέντη, την κερά, τον υιό, την κόρη – εμμέσως και για το γαμπρό – τη βαΐτσα.[2]
Εμείς όμως δεν βλέπαμε έτσι τα κάλαντα. Πρώτα απ’ όλα ήταν η σοβαρότερη χορηγία – μαζί με τις πρωτοχρονιάτικες «καλές χέρες» των συγγενών – υπέρ του παιδικού βαλαντίου. Ήταν όμως και ένα βήμα απελευθέρωσης. Οι πιο μικροί – οι οποίοι δεν μπορούσαν να αποστηθίσουν όλους αυτούς τους στίχους – περιορίζονταν στη γειτονιά τους, ψέλνοντας:
Κάλαντα, κάλαντα, επρήστει η κοιλιά μου,
βόκε (δώσε) μου τα φράγκα μου,
να πάω στη βουλειά (δουλειά) μου.
Αλλά και όταν μαθαίναμε αρκετούς στίχους, έπρεπε να μεγαλώσουμε ακόμη για να κάνουμε το αποφασιστικό βήμα: να βγούμε στα κάλαντα και σε άλλα χωριά. Έπρεπε να συμπτύξουμε πιο δεμένη κομπανία, να έχουμε φακό και ραβδί και βέβαια μεγάλη όρεξη για ποδαρόδρομο.
-Να τα πούμε;
-Πείτε τα…
Έτσι φτάναμε στην ευτυχία της μοιρασιάς με το σύστημα «ένα σου, ένα μου». Κι όταν ξαπλώναμε κατάκοποι και ευτυχισμένοι ακούγαμε μέσα στη νύχτα τη μουσική της λύρας, του λαούτου και των φωνών των μεγάλων. Αυτοί γλεντούσαν σε κάποιο καφενείο και μετά έβγαιναν και αυτοί στα κάλαντα. Δεν ρωτούσαν, αλλά τα έλεγαν στο δρόμο και σταματούσαν έξω από το κάθε σπίτι. Τα όργανα και οι φωνές σιωπούσαν όταν έφταναν κοντά σε πενθισμένο σπίτι. Και άρχιζαν παρακάτω. Οι πόρτες άνοιγαν και τα κεράσματα ενίσχυαν το κέφι των καλαντιστών που εκτός από τα κάλαντα έλεγαν και αυτοσχέδιες μαντινάδες. Μετά, συνέχιζαν το δρόμο τους και άρχιζαν πάλι από την αρχή:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός σας χρόνος
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.
Άγιος Βασίλης έρχεται
άρχοντες το κατέχετε
από την Καισαρεία
συ ’σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιο ζυμωτί
χαρτί και καλαμάρι
δες κι εμέ το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε
πολίτικέ μου καντιφέ
και το χαρτί ομίλει
άσπρε μου καθάριε κρίνε.
Που πάνω στα βλαστάρια σου
κοιμούνται με τη μάνα σου
γούρνες και πηγαδάκια
μαύρα μου γλυκά ματάκια.
Και κατεβαίνα πέρδικες
γαρυφαλιές λεβέντικες
κι ερένα και ν’ ερένα
και ρόδοσταμο ερένα.
Κι ερένα τον αφέντη σας
τον μπέη το λεβέντη σας
τον πολυχρονισμένο
που στην Μπόλη ξακουσμένος.
Εσού σου πρέπει αφέντη μου,
μπέη μου και λεβέντη μου,
καριόλα[3] να κοιμάσαι,
βελούδο να σκεπάζεσαι
να μη κρυολο(γ)άσαι.
Και πάλι ξανά πρέπει σου
καρέγλα καρυδένια
για ν’ ακουμπάς τη νιότη σου
τη μαργαριταρένια.
Και πάλι ξανά πρέπει σου
καράβι ν’ αρματώσεις
στην Αγγλιτέρα να το πας
φλουρί να το φορτώσεις.
Στη πλώρη να το μάλαμα
στη πρύμη το λουάρι[4]
και τα πανιά και τα σχοινιά
σαφί μαργαριτάρι.
Επόπαμε τ’ αφέντη σας
ας πούμε της κεράς σας.
Κερά ψηλή, κερά λιγνή,
κερά καμαροφρύδα,
που ΄χεις τον ήλιο πρόσωπο
και το φεγγάρι στήθος
και του κοράκου το φτερό
έχεις καμαροφρύδι.
Όταν σε ‘γέννα η μάνα σου
ήτον ημέρα σκόλη
κι εδώσαν σου την την ευχή
οι Δώδεκα Αποστόλοι.
Επόπαμε και της κεράς
ας πούμε και του γιου σας.
Έχετε γιο στα γράμματα
που σύρνει το κοντύλι,
να του το ’ξιώσει ο Θεός
να βάλει πετραχήλι.
Επόπαμε και του υιού,
ας πούμε και της κόρης.
Έχετε κόρη όμορφη
γραμματικός τη θέλει
μ’ αν είναι και γραμματικός
πολλά προυκιά (γ)υρεύγει.
(Γ)υρεύγει αμπέλια ατρύγιτα,
αμπέλια τρυγισμένα,
(γ)υρεύγει μύλους δώδεκα
μ’ όλους τους μυλωνάδες
(γ)υρεύει και τη θάλασσα
μ’ όλα της τα καράβια
(γ)υρεύγει και τον κυρ βοριά
να τα καλαρμενίζει.
Επόπαμε της κόρης σας
ας πούμε τις βαΐτσας.
Άψε βαΐτσα το κερί
κι ανέβα και κατέβα,
φέρε πανέρι κάστανα,
πανέρι πορτοκάλια
κι αν έχεις και καλό κρασί
να πιουν τα παλληκάρια.
Κι αν έχει κίτρο κόψε το,
κάμε το με το μέλι
γιατί ’μαστε στα κάλαντα
κι ’μαστε φραγκιασμένοι·[5]
για δώσε μας τον πετεινό,
για δώσε μας την κότα,
για δώσε μας το τάλαρο
να βγούμε από την πόρτα.
[1] Ναύαρχος
[2] Γιαγιά
[3] Το αριστοκρατικό, μεγάλο, μπρούτζινο κρεβάτι από την Πόλη
[4] Ασήμι
[5] Βραχνιασμένοι