Έχετε νοιώσει, ίσως, αυτή τη βαριά σιωπή που απλώνεται στην τάξη μετά την είσοδο του καθηγητή και πριν επιλέξει ποιος θα πει μάθημα. Γι αυτό, ίσως, ακούστηκε τόσο εκκωφαντικά ο ψίθυρος του Κώστα: «ξίδι ο καιρός και δε θα ’ρτεί και το μικρό»… Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί τον πέταξε έξω από στην ανεμοδαρμένη αυλή του Γυμνασίου μας, στην κορυφή του λόφου, και τον τιμώρησε αφήνοντάς τον εκτεθειμένο στις φοβερές ριπές της τραμουντάνας, αφού, όλοι στο νησί, την ίδια έγνοια είχαν. Αν θα έρθει το Mικρό. Και το «Mικρό» – σε αντιπαραβολή με το «Mεγάλο» που ερχόταν από «Πάνω», από τον Πειραιά – διασκέδαζε πάντα την αγωνία τους και εμφανιζόταν μέσα στην αντάρα της αλισάχνης που ξεσήκωνε η τρικυμία, πότε ως πλεούμενο χορεύοντας στις κορφές των κυμάτων, και πότε ως υποβρύχιο βουτώντας ως το κατώτερο σημείο της επίφοβης αγκαλιάς τους, μέχρι εκεί που τρεμόπαιζε η ελπίδα της άνωσης. Αλλά ο «Πανορμίτης», σε πείσμα των φαινομένων, έφτανε, σχεδόν, κάθε Σάββατο, αφρολουσμένο, στο τέλος του ταξιδιού του στην Κάσο, φορτωμένος ζωή, και έμπαινε στο άβολο λιμάνι του Εμπορειού. Συνεχίστε την ανάγνωση…